ἐγκαθίζω
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
Ion. ἐγκατίζω,
A seat in or seat upon, εἰς θρόνον Pl.R. 553c; ἐ. στρατιὰν ἐν τοῖς τόποις station a force in a place, Plb.16.37.4: aor. 1 Med., ναὸν ἐγκαθείσατο (vulg. ἐγκαθείσατο, cf. ἐγκαθισάμενοι τὰ ὅπλα v.l. in J.BJ5.1.2) founded a temple there, E. Hipp.31.
2 administer a sitz-bath to one, Sor.1.64, Herod.Med. ap.Orib.6.20.18, etc.:—Pass., Hp.Mul.1.35; also, to be used for such, Dsc.5.13,30.
3 cause to subside upon, τοῖς κοιλώμασι τὴν ὑπερκειμένην γῆν Lyd.Ost.53.
II intr., sit in or seat upon, (θρόνῳ) Pi. P.4.153:—Med., ἐγκατίζεσθαι εἰς θρόνον take one's seat on the throne Hdt.5.26.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. ἐγκατίζω Hdt.5.26
• Morfología: [v. med. aor. ἐγκαθείσατο E.Hipp.31]
A intr.
I en v. act.
1 sentarse en θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθεΐδας ἐγκαθίζων Pi.P.4.153, ἐνεκάθισα ἐπὶ θρόνου πατέρων μου LXX 1Ma.10.52, φύλλων θῶκος ... μαλακὸς ἐγκαθίσαι Hp.Ep.17.3
•en v. med. mismo sent. ἐγκατιζόμενος ἐς τοῦτον τὸν θρόνον Hdt.l.c., οἶκος ... στῆναί τε καὶ ἐγκαθίζεσθαι προσηνέστατος una sala de lo más agradable para estar en ella de pie o sentado Luc.Hipp.6
•sentarse en o dentro de ὕδατα ... ἀφ' ὧν καὶ πίνουσι καὶ ἐγκαθίζοντες θεραπεύονται νόσους Str.5.3.1.
2 establecerse en o entre, quedarse a residir c. dat. ἐγκάθιζε τοῖς μὲν βουλομένοις Lib.Or.15.77.
3 colocarse en asechanza, acechar c. dat. ἐνεκάθισας τῷ οἴκῳ Ισραηλ δόλῳ asechaste con engaños a la casa de Israel LXX Ez.35.5, ἐπορεύθησαν εἰς τὴν ἐνέδραν καὶ ἐνεκάθισαν ἀνὰ μέσον Βαιθηλ LXX Io.8.9, ἐνκαθίσας παρὰ τῇ θύρᾳ τῆς οἰκίας αὐτοῦ UPZ 19.9 (II a.C.), ἐγκαθίσαι δὴ καὶ ἐνεδρεῦσαι Ph.1.84.
II en v. med., medic. tomar baños de asiento ταύτην ... ἐγκαθίζεσθαι παρηγορικῶς Hp.Mul.1.35, ἐν ὕδατι θερμῷ ἐγκαθιζέσθω Hp.Mul.1.78, ἐγκαθιζέσθωσαν εἰς ὑδρέλαιον Orib.Ec.63.9.
B tr.
I en v. med. erigir, fundar ναὸν Κύπριδος ἐγκαθείσατο E.l.c.
II en v. act. fact.
1 hacer sentar ἐγκαθίζειν εἰς τὸν θρόνον entronizar sent. fig. οὐκ οἴει τὸν τοιοῦτον εἰς μὲν τὸν θρόνον ἐκεῖνον τὸ ἐπιθυμητικὸν ... ἐγκαθίζειν; Pl.R.553c, cf. Aristid.Or.3.653
•hacer sentar entre en una asamblea o tribunal ἐγκαθίσατε δύο ἄνδρας ... ἐξ ἐναντίας αὐτοῦ καὶ καταμαρτυρησάτωσαν αὐτοῦ LXX 3Re.20.10
•asentar ἱζηματίαι δὲ οἳ τοῖς κοιλώμασι τὴν ὑπερκειμένην ἐγκαθίζουσι γῆν Lyd.Ost.53.
2 medic. hacer dar baños de asiento ἐγκαθίζοντα αὐτὰς ... <ἐν ὅτῳ> ἂν δοκέῃ ξυμφέρειν Hp.Superf.29, ἐγκαθίζειν μὲν οὖν αὐτὰς ... εἰς τὰ στύφοντα ἀφεψήματα Sor.3.14.13, cf. Aët.16.109, Paul.Aeg.3.62.3, c. el ac. frec. impl. εἰς ψυχρὰν δεξαμένην ἐπὶ πλεῖστον ἐγκάθιζε Gal.14.371.
2 milit. hacer acampar τὴν στρατιὰν ἐν τοῖς περὶ τὸν Σκοτίταν ... τόποις Plb.16.37.4, λόχους ἐν τοῖς ἐπικαίροις τῶν χωρίων D.H.9.20, cf. 3.64
•abs. hacer acampar las tropas ὃς ἐγκαθίσας εἰς τὴν Βοιωτίαν Aristid.Or.13.15
•apostar, colocar en emboscada λόχον Polyaen.5.38.
German (Pape)
[Seite 703] (s. ἵζω), darauf setzen; εἰς τὸν θρόνον τινά, Plat. Rep. VIII, 553 c, wie im med., ἐγκαθιζόμενος ἐς θρόνον, sich darauf setzend, Her. 5, 26; vgl. Ar. Eccl. 23; darin aufstellen, ἐγκαθίσαι ἄγαλμα Poll. 1, 11; vgl. ναῷ Κύπριδος ἐγκαθίσατο (v.l. ἐγκαθείσατο) Ἔρωτα Eur. Hipp. 31; ἐνεκάθισε στρατιὰν ἐν τοῖς τόποις, ließ es sich lagern, Pol. 16, 37, 4; – intrans., daraufsitzen, θρόνῳ Pind. P. 4, 153, wie Poll. 1, 209.
French (Bailly abrégé)
f. ἐγκαθίσω, att. ἐγκαθιῶ;
asseoir;
Moy. ἐγκαθίζομαι;
1 asseoir, établir, fonder;
2 s'asseoir, ἔς τι sur qch.
Étymologie: ἐν, καθίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαθίζω: ион. ἐγκατίζω
1 сажать (τινὰ εἰς θρόνον Eur.); med. садиться (ἐς τοῦτον τὸν θρόνον Her.);
2 помещать, располагать (στρατιὰν ἐν τῷ τόπῳ Polyb.);
3 med. воздвигать, строить (ναὸν Κύπριδος Eur.);
4 сидеть (θρόνῳ Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαθίζω: Ἰων. ἐγκατίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, καθίζω τινὰ ἔν τινι τόπῳ ἢ ἐπάνω εἴς τι, εἰς θρόνον Πλάτ. Πολ. 553C. 2) ἐγκ. στρατιὰν ἐν χωρίῳ τινί, τοποθετῶ δύναμιν στρατιωτικὴν ἔν τινι τόπῳ, Πολύβ. 16. 37, 4: - οὕτως ἐν τῷ μέσ. ἀορ. α΄, ναὸν ἐγκαθείσατο (κοινῶς ἐγκαθίσατο, ὡς ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 5. 1, 2, ἐγκαθισάμενοι τὰ ὅπλα), ἵδρυσεν ἐκεῖ ναόν, Εὐρ. Ἱππ. 31. ΙΙ. ἀμετάβ. κάθημαι ἐντὸς ἢ ἐπί τινος, θρόνῳ Πινδ. Π. 4. 272· ἀλλ’ (ἐν τῷ μέσ.), ἐγκατίζεσθαι εἰς θρόνον, καθίζομαι εἰς θρόνον, Ἡρόδ. 5. 26.
English (Slater)
ἐγκᾰθίζω sit upon c. dat. “θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων” (P. 4.153)
Greek Monolingual
(AM ἐγκαθίζω)
νεοελλ.
φρ.
1. (για άλογο) «εγκαθίζω τον ίππο» — κάνω το άλογο να καλπάσει με τους γλουτούς χαμηλότερα από τους ώμους
2. «εγκαθίζω το πέταλο» — το προσαρμόζω στην οπλή
αρχ.-μσν.
βάζω κάποιον να καθίσει σ΄ έναν τόπο ή πάνω σε κάτι
αρχ.
1. κάνω σε κάποιον ποδόλουτρο
2. αφήνω να καθίσει, να πέσει κάτι πάνω σε κάτι άλλο.
Greek Monotonic
ἐγκαθίζω: Ιων. -κατίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ,
I. καθίζω κάποιον σε κάποιο μέρος ή πάνω σε κάτι, σε Πλάτ.· ομοίως και στο Μέσ. αόρ. αʹ, ναὸν ἐγκαθείσατο, ίδρυσε ένα ναό εκεί, σε Ευρ.
II. Μέσ., καταλαμβάνω τη θέση, τον θρόνο κάποιου, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ionic -κατίζω fut. Attic ῐῶ
I. to seat in or upon, Plat.:—so in aor1 mid., ναὸν ἐγκαθείσατο founded a temple there, Eur.
II. Mid. to take one's seat on, Hdt.