Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐφοπλίζω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐφοπλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, απαρ. Επικ. αορ. αʹ <i>ἐφοπλίσσαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[εξοπλίζω]], [[προμηθεύω]], [[εφοδιάζω]], [[προετοιμάζω]], σε Όμηρ.· ομοίως στη Μέσ., <i>δόρπατ' ἐφοπλισόμεσθα</i>, θα προετοιμάσουμε τα δείπνα μας, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[οπλίζω]] κάποιον [[εναντίον]] [[κάπου]] άλλου, <i>τινά τινι</i>, ομοίως στη Μέσ., σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐφοπλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, απαρ. Επικ. αορ. αʹ <i>ἐφοπλίσσαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[εξοπλίζω]], [[προμηθεύω]], [[εφοδιάζω]], [[προετοιμάζω]], σε Όμηρ.· ομοίως στη Μέσ., <i>δόρπατ' ἐφοπλισόμεσθα</i>, θα προετοιμάσουμε τα δείπνα μας, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[οπλίζω]] κάποιον [[εναντίον]] [[κάπου]] άλλου, <i>τινά τινι</i>, ομοίως στη Μέσ., σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφοπλίζω:''' <b class="num">1)</b> готовить, приготовлять ([[δόρπον]], [[δεῖπνον]], δαῖτα γέρουσιν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> снаряжать, оснащать (ἅμαξαν, [[νῆας]] Hom., Anth.);<br /><b class="num">3)</b> med. вооружать (τὸν Ἔρων τινί Anth.).
}}
}}