Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐφοπλίζω

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφοπλίζω Medium diacritics: ἐφοπλίζω Low diacritics: εφοπλίζω Capitals: ΕΦΟΠΛΙΖΩ
Transliteration A: ephoplízō Transliteration B: ephoplizō Transliteration C: efoplizo Beta Code: e)fopli/zw

English (LSJ)

A get ready, of meals, δόρπον, δεῖπνον ἐ., Il.23.55, Od.19.419; δαῖτα γέρουσιν ἐφοπλίζωμεν Il.4.344:—Med., δόρπα τ' ἐφοπλισόμεσθα we will get ready our suppers, 8.503, 9.66.
2 fit out, equip, make ready, ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἐφοπλίσαι Od.6.37, cf. 57, 69, Il.24.263; [νῆα] ἐφοπλίσσαντες Od.2.295: c. inf., A.R.4.1720.
3 arm against, τινά τινι Opp.C.3.244:—Med., Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι AP9.39 (Music.), cf. APl.4.151.9.
II Med. in prop. sense, arm oneself, ἐς ἀγῶνα Opp.H.5.617; get ready to attack, λαγωοῖς Id.C. 3.86.

German (Pape)

[Seite 1122] ausrüsten, in Stand setzen; δόρπον ἐφοπλίσσαντες Il. 23, 55; δεῖπνον ἐφοπλίσσαι Od. 19, 419; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 157; auch med., δόρπα τ' ἐφοπλισσόμεσθα Il. 9, 66; ἐφοπλίζηαι ἐδωδήν Nic. Ath. III, 126 b; ἅμαξαν ἐφοπλίσσαιτε, anschirren, Il. 24, 263; sp. D.; vom Schiffe, Od. 2, 295; νῆας Mens. Rom. (IX, 384); ὅσσα τε νηῒ ἐφοπλίσσασθαι ἔοικε Ap. Rh. 1, 332; – gegen Einen bewaffnen, τινά τινι, Opp. Cyn. 3, 244 u. a. Sp.; im med. sich gegen Einen rüsten, ihn angreifen, τινί, Opp. Cyn. 2, 673. 3, 86; auch τὸν Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι, = act., Plat. Ep. 30 (IX, 39).

French (Bailly abrégé)

ao. épq. sbj. 3ᵉ pl. ἐφοπλίσσωσι, opt. 2ᵉ sg. ἐφοπλίσσειας, part. pl. ἐφοπλίσσαντες;
apprêter, préparer, acc.;
Moy. ἐφοπλίζομαι préparer pour soi, acc..
Étymologie: ἐπί, ὁπλίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐφοπλίζω:
1 готовить, приготовлять (δόρπον, δεῖπνον, δαῖτα γέρουσιν Hom.);
2 снаряжать, оснащать (ἅμαξαν, νῆας Hom., Anth.);
3 med. вооружать (τὸν Ἔρων τινί Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφοπλίζω: παρασκευάζω, ἑτοιμάζω, ἐσσυμένως ἄρα δόρπον ἐφοπλίσσαντες ἕκαστοι δαίνυντ’ Ἰλ. Ψ. 55· Αὐτόλυκος δ’ υἱοῖσιν ἐκέκλετο… δεῖπνον ἐφοπλίσσαι Ὀδ. Τ. 419· δαῖτα γέρουσιν ἐφοπλίζωμεν Ἰλ. Δ. 344· οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ, δόρπα τ’ ἐφοπλισόμεσθα Ἰλ. Θ. 503, Ι. 66· ὡσαύτως, ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐφοπλίσαι Ὀδ. Ζ. 37, πρβλ. 57, 69, Ἰλ. Ω 263· νῆα ἐφοπλίσσαντες Ὀδ. Β. 295· μετ’ ἀπαρ., Ἀπόλλ. Ρόδ. Δ. 1720 2) ὡς καὶ νῦν, ὁπλίζω τινὰ ἐναντίον τινός, τινὰ τινι Ὀππ. Κυν. 3. 244· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσῳ, Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι Ἀνθ. Π. 9. 39, πρβλ. Πλαν. 151. ΙΙ. Μέσον ἐν τῇ κυρίᾳ αὐτοῦ σημασία, ὁπλίζω ἐμαυτόν, εἰς ἀγῶνα Ὀππ. Ἁλ. 5. 617: - ἑτοιμάζομαι πρὸς ἐπίθεσιν, λαγωοῖς ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 3. 86.

English (Autenrieth)

fut. -οπλίσσουσι, aor. ἐφόπλι(ς)σα, mid. aor. subj. ἐφοπλισόμεσθα: equip, get ready, mid., for oneself, νῆα, ἄμαξαν, δαῖτα, δόρπα, Od. 2.295, Od. 6.37, Θ, Il. 9.66.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἐφοπλίζω)
εξοπλίζω
νεοελλ.
ετοιμάζω, αρματώνω πλοίο
αρχ.
1. ετοιμάζω, παρασκευάζω κάτι, εφοδιάζω με τα απαραίτητα
2. εφοδιάζω με όπλα, εξοπλίζω κάποιον εναντίον άλλου
3. α) (μέσ. και παθ.) εφοπλίζομαι
οπλίζομαι
β) μέσ. ετοιμάζομαι για επίθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁπλίζω (< ὅπλον)].

Greek Monotonic

ἐφοπλίζω: μέλ. -σω, απαρ. Επικ. αορ. αʹ ἐφοπλίσσαι·
1. εξοπλίζω, προμηθεύω, εφοδιάζω, προετοιμάζω, σε Όμηρ.· ομοίως στη Μέσ., δόρπατ' ἐφοπλισόμεσθα, θα προετοιμάσουμε τα δείπνα μας, σε Ομήρ. Ιλ.
2. οπλίζω κάποιον εναντίον κάπου άλλου, τινά τινι, ομοίως στη Μέσ., σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. σω epic aor1 inf. ἐφοπλίσσαι
1. to equip, get ready, prepare, Hom.; so in Mid., δόρπα τ' ἐφοπλισόμεσθα we will get ready our suppers, Il.
2. to arm against, τινά τινι, so in Mid., Anth.