Anonymous

ἀλλόφυλος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλλόφῡλος:''' -ον ([[φυλή]]), αυτός που ανήκει σε [[άλλη]] [[φυλή]], [[αλλοεθνής]], Λατ. [[alienigena]], σε Αισχύλ., Θουκ.· [[πόλεμος]] ἀλλ., [[πόλεμος]] με αλλοφύλους, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀλλόφῡλος:''' -ον ([[φυλή]]), αυτός που ανήκει σε [[άλλη]] [[φυλή]], [[αλλοεθνής]], Λατ. [[alienigena]], σε Αισχύλ., Θουκ.· [[πόλεμος]] ἀλλ., [[πόλεμος]] με αλλοφύλους, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλλόφῡλος:''' <b class="num">1)</b> иноплеменный, чужеземный, чужой ([[χθών]] Aesch.; ἄνθρωποι, [[ἀρχή]] Thuc.): [[πόλεμος]] ἀ. или πρὸς ἀλλοφύλους Plut. война с чужеземцами; οἱ [[ἐκτός]] τε καὶ ἀλλόφυλοι Plat. иностранцы;<br /><b class="num">2)</b> необычный, особенный (ζῷα Diod.).
}}
}}