ἀλλόφυλος
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
English (LSJ)
ἀλλόφυλον, (φυλή) of another tribe, foreign, Hp.Aër.12; freq. in LXX of Philistines, Jd.14.1, al.; in Egypt, settled in another nome, BGU419.2 (iii A. D.); ἐς ἀλλόφυλον . . χθόνα A.Eu.851; ἄνθρωποι Th.1.102, Pl.Lg.629d; ζῷα alien to man, wild, D.S.3.18, Porph.Abst.1.10; πόλεμος ἀλλόφυλος = war with foreigners, Plu.Cam.23; opp. ὁμόφυλος, Epicur.Sent.39; ἀ. πρός τι Dam.Pr. 308; μᾶζαν ἐπ' ἀλλόφυλον = alien, not one's own, Eup.159.12.
Spanish (DGE)
(ἀλλόφῡλος) -ον
I de pueblos
1 propio de otra raza, extranjero ἐς ἀλλόφυλον ... χθόνα A.Eu.851, στρατός Th.4.92, ἀρχή Th.4.86, δεσποτεία D.C.56.18.4, allofilus ... tyrannus Prud.Ham.500
•subst. extranjero, de otra raza τὸ δὲ ἀνδρεῖον ... οὐκ ἂν δύναιτο ... ἐγγίγνεσθαι μήτε ὁμοφύλου μήτε ἀλλοφύλου pero el valor ... no podría darse (en esa tierra asiática) ... ni en uno de raza autóctona ni en uno de otra raza Hp.Aër.12, ἀλλοφύλους ἅμα ἡγησάμενοι considerándolos además de otra raza Th.1.102, cf. Pl.Lg.629d, Plb.6.31.9, D.C.6.5, ξέναις δὲ συνέρχονται ἢ ἀλλοφύλοις Vett.Val.121.5, ἀλλοφύλων ἢ ληστῶν PMich.148.1.11
•esp. entre los judíos extranjero, gentil de los filisteos, LXX Ex.34.15, Id.3.3., 1Ep.Clem.4.13, Basil.M.30.621B
•simpl. gentil por op. a los judíos μηδένα ἀλλόφυλον ἐντὸς τοῦ ἁγίου παριέναι inscrito en el templo de Jerusalén, I.BI 5.194, cf. Act.Ap.10.28, Melit.Pass.76 p.12.27, pero de los crist. en ref. a los judíos Ep.Diog.5.17.
2 de otro nomo en doc. egipcios del III d.C. Αὐρήλιος ... Σαβείνου ἀλλοφύλου BGU 858.2, cf. 419.2, 411.2, PGen.13.2, PMerton 106.1 (pero dud., tal vez simpl. extranjero v. II 1).
3 contra el extranjero πόλεμος Plu.Cam.23.
4 paród. de otro, ajeno μᾶζα Eup.159.12.
5 de diversas razas δυνάμεις Plb.3.61.5, ἄνδρες Plb.23.13.2.
II de hombres en gener. ajeno o extraño a la propia naturaleza τὰ δὲ μὴ δυνατὰ οὐκ ἀλλόφυλά γε Epicur.Sent.[5] 39, ἀπειρία καὶ τῶν οἰκείων κ<αὶ> τῶν [ἀ]λλοφύλων Phld.D.3.Fr.41.21, μηδὲν ... ἀλλόφυλον δέχεσθαι Phld.D.3.Pr.18.5
•subst. τὸ ἀλλόφυλον Phld.D.3.Fr.32A.3, Plu.2.688c
•ζῷα animales extraños al hombre, salvajes D.S.3.18, Porph.Abst.1.10.
III de cosas y abstractos
1 extraño, raro εἰς ἀ. καὶ ἀπεοικυῖαν τάξιν un orden de palabras extraño e inverosímil Longin.22.4.
2 de otra clase, diferente, extraño a ἀ. πρὸς αὐτήν (τὴν διακριτικήν) Dam.Pr.308
•c. gen. ἀ. τῶν θείων γραφῶν Thdt. en Cyr.Al.Apol.Thdt.1.1.6 p.114.12.
German (Pape)
[Seite 107] von anderem Volk, fremd, χθών Aesch. Eum. 813; ἄνθρωποι Thuc. 1, 102; abs. 1, 2; ἀρχή 4, 86; Plat. neben οἱ ἐκτός Legg. I, 629 a; πόλεμος ἀλλ. καὶ βαρβαρικός, mit Fremden, Plut. Camill. 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'une autre race, étranger.
Étymologie: ἄλλος, φυλή.
English (Strong)
from ἄλλος and φυλή; foreign, i.e. (specially) Gentile: one of another nation.
English (Thayer)
(ἄλλος, and φῦλον race), foreign, (in secular authors from (Aeschylus) Thucydides down); when used in Hellenistic Greek in opposed to a Jew, it signifies a Gentile, (A. V. one of another nation): Philo, Josephus.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλλόφυλος, -ον)
1. αυτός που ανήκει σε άλλη φυλή και κατ’ επέκταση σε άλλο έθνος, αλλοεθνής, ξένος (αντίθ. ομόφυλος)
2. αλλόφυλα ζώα τα ξένα προς τον άνθρωπο, τα άγρια ζώα
νεοελλ.
αυτός που ανήκει σε άλλο θρήσκευμα και ειδικότερα ο μη χριστιανός, ο άπιστος
2. βάρβαρος, σκληρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -φυλος < φῦλον «φυλή».
ΠΑΡ. αλλοφυλία, αρχ. ἀλλοφυλῶ].
Greek Monotonic
ἀλλόφῡλος: -ον (φυλή), αυτός που ανήκει σε άλλη φυλή, αλλοεθνής, Λατ. alienigena, σε Αισχύλ., Θουκ.· πόλεμος ἀλλ., πόλεμος με αλλοφύλους, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλόφῡλος:
1 иноплеменный, чужеземный, чужой (χθών Aesch.; ἄνθρωποι, ἀρχή Thuc.): πόλεμος ἀ. или πρὸς ἀλλοφύλους Plut. война с чужеземцами; οἱ ἐκτός τε καὶ ἀλλόφυλοι Plat. иностранцы;
2 необычный, особенный (ζῷα Diod.).
Middle Liddell
φυλή
of another tribe, foreign, Lat. alienigena, Aesch., Thuc.; πόλεμος ἀλλ. war with foreigners, Plut.
Chinese
原文音譯:¢llÒfuloj 阿羅非羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:變更-萌芽
字義溯源:外來的,異族人;外邦人,別的支派,別國的人;由(ἄλλος)*=別的)與(φυλή)=支派)組成;而 (φυλή)出自(φύω)*=噴出)。彼得把哥尼流全家看作別國的人(ἀλλόφυλος));然而神指示他,下可把任何人看作粗俗的,不潔淨的( 徒10:28)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 別國的人(1) 徒10:28
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
alienigena, foreigner, 1.2.4, 1.102.3. 4.64.4, 4.86.5, 4.92.3, 6.9.1, 6.23.2.