3,277,243
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἴαξ:''' -ᾱκος, Ιων. [[οἴηξ]], -ηκος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> η [[λαβή]] του πηδαλίου του πλοίου, [[τιμόνι]], και γενικά, [[σύστημα]] ή όργανο διεύθυνσης, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., το [[τιμόνι]] της διακυβέρνησης, το [[πηδάλιο]] της διοίκησης, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> στην Ομήρ. Ιλ., <i>οἱ οἴηκες</i> είναι οι κρίκοι του ζυγού της άμαξας, μέσα από τους οποίους περνούν τα χαλινάρια για την [[καθοδήγηση]] των μουλαριών. | |lsmtext='''οἴαξ:''' -ᾱκος, Ιων. [[οἴηξ]], -ηκος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> η [[λαβή]] του πηδαλίου του πλοίου, [[τιμόνι]], και γενικά, [[σύστημα]] ή όργανο διεύθυνσης, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., το [[τιμόνι]] της διακυβέρνησης, το [[πηδάλιο]] της διοίκησης, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> στην Ομήρ. Ιλ., <i>οἱ οἴηκες</i> είναι οι κρίκοι του ζυγού της άμαξας, μέσα από τους οποίους περνούν τα χαλινάρια για την [[καθοδήγηση]] των μουλαριών. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἴαξ:''' ᾱκος, ион. [[οἴηξ]], ηκος ὁ<br /><b class="num">1)</b> рукоять кормового весла (ὄ. πεδαλίων Plat.);<br /><b class="num">2)</b> кормовое весло, руль ([[νεώς]] Aesch.); перен. кормило (πόλεως Plat.): ἄγειν τὸν οἴακα [[εἴσω]] ἢ [[ἔξω]] Plat. поворачивать кормовое весло к себе или от себя;<br /><b class="num">3)</b> яремное кольцо (для продевания вожжей): ζυγὸν οἰήκεσσιν ἀρηρός Hom. снабженное кольцами ярмо. | |||
}} | }} |