Anonymous

ἀντίληψις: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντίληψις:''' -εως, ἡ ([[ἀντιλαμβάνω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[λήψη]] ως [[αντάλλαγμα]] ή [[ανταμοιβή]], σε Θουκ.· [[αντιποίηση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> (από τη Μέσ.), [[στήριγμα]], [[βοήθημα]], [[άμυνα]], [[συνδρομή]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[διεκδίκηση]] πράγματος, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ένσταση]], [[αντίδραση]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> (από την Παθ.), [[προσβολή]] από νόσο, [[κατάληψη]], [[εμπλοκή]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀντίληψις:''' -εως, ἡ ([[ἀντιλαμβάνω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[λήψη]] ως [[αντάλλαγμα]] ή [[ανταμοιβή]], σε Θουκ.· [[αντιποίηση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> (από τη Μέσ.), [[στήριγμα]], [[βοήθημα]], [[άμυνα]], [[συνδρομή]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[διεκδίκηση]] πράγματος, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ένσταση]], [[αντίδραση]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> (από την Παθ.), [[προσβολή]] από νόσο, [[κατάληψη]], [[εμπλοκή]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντίληψις:''' дор. [[ἀντίλαψις]], εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> получение взамен: κατακομιδὴ καὶ [[πάλιν]] ἀ. Thuc. вывоз и обратный ввоз;<br /><b class="num">2)</b> захват, присвоение (τῆς τοῦ Ἀπόλλωνος δεκάτης Xen.);<br /><b class="num">3)</b> средство или возможность ухватиться: ([[χαίτη]]), τῷ ἀναβάτῃ ἀ. Xen. грива, за которую хватается всадник; οὐδεμίαν ἀντίληψιν βοηθείας ἔχειν Diod. не иметь никакой надежды на помощь;<br /><b class="num">4)</b> перен. слабое или уязвимое место (ἀντιλήψεις καὶ ἀπορίαι Plat.; πολλὰς ἀντιλήψεις ἔχειν Plut.);<br /><b class="num">5)</b> возражение, опровержение (οὐ συγχωρεῖν τῇ ἀντιλήψει τινός Plat.);<br /><b class="num">6)</b> восприятие, ощущение (ἡδονῆς τε καὶ πόνου Diod.): ὑπ᾽ ἀντίλαψιν πίπτειν Plat. быть предметом чувственного восприятия;<br /><b class="num">7)</b> забота, занятие (μυρίας ἀντιλήψεις καὶ ἀσχολίας παρέχειν τινί Plut.);<br /><b class="num">8)</b> мед. поражение, заболевание (τῶν ἀκρωτηρίων, sc. τοῦ σώματος Thuc.);<br /><b class="num">9)</b> pl. помощь, поддержка NT.
}}
}}