Anonymous

τιτύσκομαι: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τῐτύσκομαι:''' χρησιμ. μόνο στον ενεστ. και παρατ. συνδυάζοντας τις σημασίες των συγγενών ρημάτων [[τεύχω]], [[τυγχάνω]]·<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[τεύχω]], κάνω, [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]], τιτύσκετο [[πῦρ]], σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπ' [[ὄχεσφι]] τιτύσκετο ἵππω, τοποθέτησε [[δύο]] άλογα στο [[άρμα]], στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> όπως το [[τυγχάνω]], [[επιτυγχάνω]], [[σημαδεύω]], <i>τινος</i> (λέγεται για [[πρόσωπο]]), στο ίδ.· απόλ., <i>βάλλε τιτυσκόμενος</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἄντα]] τιτύκεσκεσθαι, στοχεύοντας στο [[σημείο]] ακριβώς [[απέναντι]], στο ίδ.· ομοίως, λέγεται για κάποιον που προσπαθεί να βάλει το [[κλειδί]] στην [[κλειδαριά]], <i>ἄντατιτυσκομένη</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>φρεσὶ τιτύσκεσθαι</i>, [[σκοπεύω]] να κάνω [[κάτι]], δηλ. [[σχεδιάζω]], με απαρ., σε Όμηρ.
|lsmtext='''τῐτύσκομαι:''' χρησιμ. μόνο στον ενεστ. και παρατ. συνδυάζοντας τις σημασίες των συγγενών ρημάτων [[τεύχω]], [[τυγχάνω]]·<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[τεύχω]], κάνω, [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]], τιτύσκετο [[πῦρ]], σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπ' [[ὄχεσφι]] τιτύσκετο ἵππω, τοποθέτησε [[δύο]] άλογα στο [[άρμα]], στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> όπως το [[τυγχάνω]], [[επιτυγχάνω]], [[σημαδεύω]], <i>τινος</i> (λέγεται για [[πρόσωπο]]), στο ίδ.· απόλ., <i>βάλλε τιτυσκόμενος</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἄντα]] τιτύκεσκεσθαι, στοχεύοντας στο [[σημείο]] ακριβώς [[απέναντι]], στο ίδ.· ομοίως, λέγεται για κάποιον που προσπαθεί να βάλει το [[κλειδί]] στην [[κλειδαριά]], <i>ἄντατιτυσκομένη</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>φρεσὶ τιτύσκεσθαι</i>, [[σκοπεύω]] να κάνω [[κάτι]], δηλ. [[σχεδιάζω]], με απαρ., σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τῐτύσκομαι:''' <b class="num">1)</b> устраивать, приготовлять: τ. [[πῦρ]] Hom. разводить огонь;<br /><b class="num">2)</b> запрягать (ἵππω ὑπ᾽ [[ὄχεσφι]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> метить, целиться: τ. τινός τινι Hom. прицеливаться в кого-л. чем-л.; [[φώριον]] [[βλέμμα]] τ. τινος Anth. украдкой бросать на кого-л. взгляд; τ. φρεσί Hom. намечать, намереваться; τιτυσκόμεναι φρεσὶ [[νῆες]] Hom. направляемые по своему усмотрению корабли.
}}
}}