Anonymous

τιτύσκομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(41)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=στους Αλεξανδρινούς συγγραφείς και ενεργ. τιτύσκω, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]] (α. «[[Ἥφαιστος]] δὲ τιτύσκετο Θεσπιδαὲς πῡρ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «νίκαν Ἱέρωνι τιτύσκων», Βακχ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> α) [[σημαδεύω]] και [[χτυπώ]] με [[επιτυχία]]<br />β) (για πυγμάχο) [[χτυπώ]] εύστοχα τον αντίπαλό μου («αὐτὰρ ὅγ' ἐν θυμῷ κεχολωμένος ἵετο [[πρόσσω]], χερσὶ τιτυσκόμενος», <b>Θεόκρ.</b>)<br />γ) (γενικά) [[επιτυγχάνω]] σε μια προσπάθειά μου<br />δ) [[ρίχνω]], [[κατευθύνω]] [[κάτι]] [[προς]] το [[μέρος]] κάποιου («[[φώριον]] [[ἀλλήλων]] [[βλέμμα]] τιτυσκόμεθα;», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «φρεσὶ [[τιτύσκομαι]]»<br />(με απρμφ.) έχω [[κατά]] νου, [[σκοπεύω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «[[ἄντα]] τιτυσκόμενος» — σκοπεύοντας ακριβώς [[απέναντι]] (<b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ενεστ. τ. σχηματισμένος με διπλασιασμό <i>τι</i>- και [[επίθημα]] -<i>σκω</i> (<b>πρβλ.</b> [[διδάσκω]]) από το θ. <i>τυχ</i>- του [[τυγχάνω]] (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο τ. <i>τι</i>-<i>τύχ</i>-<i>σκομαι</i>, από όπου η σημ. «[[σημαδεύω]] με [[επιτυχία]], [[επιτυγχάνω]]»). Το ρ., [[ωστόσο]], θα μπορούσε να αναχθεί και σε αρχικό τ. <i>τι</i>-<i>τύκ</i>-<i>σκομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>τυκ</i>- του αορ. <i>τε</i>-<i>τυκ</i>-<i>εῖν</i> του ρ. [[τεύχω]], από όπου η σημ. «[[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]]»). Για την ετυμολ. [[σχέση]] [[ανάμεσα]] στα ρ. [[τυγχάνω]] και [[τεύχω]], <b>βλ.</b> τα αντίστοιχα λ.].
|mltxt=στους Αλεξανδρινούς συγγραφείς και ενεργ. τιτύσκω, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]] (α. «[[Ἥφαιστος]] δὲ τιτύσκετο Θεσπιδαὲς πῡρ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «νίκαν Ἱέρωνι τιτύσκων», Βακχ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> α) [[σημαδεύω]] και [[χτυπώ]] με [[επιτυχία]]<br />β) (για πυγμάχο) [[χτυπώ]] εύστοχα τον αντίπαλό μου («αὐτὰρ ὅγ' ἐν θυμῷ κεχολωμένος ἵετο [[πρόσσω]], χερσὶ τιτυσκόμενος», <b>Θεόκρ.</b>)<br />γ) (γενικά) [[επιτυγχάνω]] σε μια προσπάθειά μου<br />δ) [[ρίχνω]], [[κατευθύνω]] [[κάτι]] [[προς]] το [[μέρος]] κάποιου («[[φώριον]] [[ἀλλήλων]] [[βλέμμα]] τιτυσκόμεθα;», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «φρεσὶ [[τιτύσκομαι]]»<br />(με απρμφ.) έχω [[κατά]] νου, [[σκοπεύω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «[[ἄντα]] τιτυσκόμενος» — σκοπεύοντας ακριβώς [[απέναντι]] (<b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ενεστ. τ. σχηματισμένος με διπλασιασμό <i>τι</i>- και [[επίθημα]] -<i>σκω</i> (<b>πρβλ.</b> [[διδάσκω]]) από το θ. <i>τυχ</i>- του [[τυγχάνω]] (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο τ. <i>τι</i>-<i>τύχ</i>-<i>σκομαι</i>, από όπου η σημ. «[[σημαδεύω]] με [[επιτυχία]], [[επιτυγχάνω]]»). Το ρ., [[ωστόσο]], θα μπορούσε να αναχθεί και σε αρχικό τ. <i>τι</i>-<i>τύκ</i>-<i>σκομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>τυκ</i>- του αορ. <i>τε</i>-<i>τυκ</i>-<i>εῖν</i> του ρ. [[τεύχω]], από όπου η σημ. «[[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]]»). Για την ετυμολ. [[σχέση]] [[ανάμεσα]] στα ρ. [[τυγχάνω]] και [[τεύχω]], <b>βλ.</b> τα αντίστοιχα λ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τῐτύσκομαι:''' χρησιμ. μόνο στον ενεστ. και παρατ. συνδυάζοντας τις σημασίες των συγγενών ρημάτων [[τεύχω]], [[τυγχάνω]]·<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[τεύχω]], κάνω, [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]], τιτύσκετο [[πῦρ]], σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπ' [[ὄχεσφι]] τιτύσκετο ἵππω, τοποθέτησε [[δύο]] άλογα στο [[άρμα]], στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> όπως το [[τυγχάνω]], [[επιτυγχάνω]], [[σημαδεύω]], <i>τινος</i> (λέγεται για [[πρόσωπο]]), στο ίδ.· απόλ., <i>βάλλε τιτυσκόμενος</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἄντα]] τιτύκεσκεσθαι, στοχεύοντας στο [[σημείο]] ακριβώς [[απέναντι]], στο ίδ.· ομοίως, λέγεται για κάποιον που προσπαθεί να βάλει το [[κλειδί]] στην [[κλειδαριά]], <i>ἄντατιτυσκομένη</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>φρεσὶ τιτύσκεσθαι</i>, [[σκοπεύω]] να κάνω [[κάτι]], δηλ. [[σχεδιάζω]], με απαρ., σε Όμηρ.
}}
}}