Anonymous

εὕδω: Difference between revisions

From LSJ
1,130 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὕδω:''' παρατ. <i>ηὗδον</i>, Επικ. <i>εὕδον</i>, Ιων. γʹ ενικ. [[εὕδεσκε]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πλαγιάζω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., εὕδειν [[ὕπνον]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ., Θεόκρ.· επίσης, <i>ὕπνῳ εὕδειν</i>, σε Σοφ.· <i>βραδὺς εὕδει</i>, δηλ. αν ο ύπνος τον εμποδίζει, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον ύπνο του θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[ηρεμώ]], [[γαληνεύω]], αναπαύομαι, [[ησυχάζω]], λέγεται για τον αέρα, για τη [[θάλασσα]] κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· λέγεται για το [[μυαλό]], είμαι [[ήσυχος]], είμαι [[ευχαριστημένος]], σε Πλάτ., Θεόκρ.
|lsmtext='''εὕδω:''' παρατ. <i>ηὗδον</i>, Επικ. <i>εὕδον</i>, Ιων. γʹ ενικ. [[εὕδεσκε]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πλαγιάζω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., εὕδειν [[ὕπνον]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ., Θεόκρ.· επίσης, <i>ὕπνῳ εὕδειν</i>, σε Σοφ.· <i>βραδὺς εὕδει</i>, δηλ. αν ο ύπνος τον εμποδίζει, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον ύπνο του θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[ηρεμώ]], [[γαληνεύω]], αναπαύομαι, [[ησυχάζω]], λέγεται για τον αέρα, για τη [[θάλασσα]] κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· λέγεται για το [[μυαλό]], είμαι [[ήσυχος]], είμαι [[ευχαριστημένος]], σε Πλάτ., Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὕδω:''' (impf. ηὗδον и εὗδον, 3 л. sing. эп. impf. iter. [[εὕδεσκε]], эп. inf. [[εὑδέμεναι]])<br /><b class="num">1)</b> спать, покоиться (εἶδε ὄψιν εὕδων Her.; τὴν ὅλην νύκτα Plat.): εὖδον παννύχιοι Hom. они спали всю ночь; εὕδων ὕπνῳ Soph. погруженный в сон; εὕδειν [[ὕπνον]] [[γλυκύ]] Hom. или εὐδαίμονα Eur. покоиться безмятежным сном;<br /><b class="num">2)</b> перен. дремать, успокаиваться, утихать (εὕδοντα πόλεμον ἐπεγείρειν Dem.): ὄφρ᾽ εὕδῃσι [[μένος]] ἀνέμων Hom. пока дремлют буйные ветры; [[οὔπω]] κακὸν τόδ᾽ εὕδει Eur. еще не утихло это горе; [[ἐᾶν]] τινα εὕ. Plat. оставить кого-л. в покое;<br /><b class="num">3)</b> (о мертвых) спать непробудным сном (εὕδων [[νέκυς]] Soph.).
}}
}}