Anonymous

ἐπικαταψεύδομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικαταψεύδομαι:''' αποθ., [[ψεύδομαι]] πέρα για πέρα, ασύστολα, σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''ἐπικαταψεύδομαι:''' αποθ., [[ψεύδομαι]] πέρα για πέρα, ασύστολα, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικαταψεύδομαι:''' привирать, лгать (при этом) (ἔλεγε οὐδὲν ἐπικατεψευσμένος Her.): καὶ ἄλλα πολλὰ ἐπικαταψευδόμενος ἔλεγεν Thuc. и (Херей) добавил к этому много другой лжи.
}}
}}