ἐπικαταψεύδομαι
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
A tell lies besides, Hdt.3.63, Th.8.74, D.H. 3.2.
II. accuse falsely, J.AJ17.5.5.
2. ἐ. θηλύτητα τῆς ὄψεως give a false appearance of femininity, ib.19.1.5.
German (Pape)
[Seite 947] noch dazu lügen (zu Jemandes Nachtheil), Her. 3, 63 Thuc. 8, 74 D. Hal. 3, 2.
French (Bailly abrégé)
nuire encore à qqn par des mensonges.
Étymologie: ἐπί, καταψεύδομαι.
Greek Monolingual
ἐπικαταψεύδομαι (Α) καταψεύδομαι
1. λέω κι άλλα ψέματα, ψεύδομαι επί πλέον
2. κατηγορώ ψευδώς
3. εμφανίζω πλαστά, ψεύτικα.
Greek Monotonic
ἐπικαταψεύδομαι: αποθ., ψεύδομαι πέρα για πέρα, ασύστολα, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαταψεύδομαι: привирать, лгать (при этом) (ἔλεγε οὐδὲν ἐπικατεψευσμένος Her.): καὶ ἄλλα πολλὰ ἐπικαταψευδόμενος ἔλεγεν Thuc. и (Херей) добавил к этому много другой лжи.
Middle Liddell
Dep. to tell lies besides, Hdt., Thuc.