3,274,873
edits
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀδαμάντῐνος:''' -η, -ον ([[ἀδάμας]]), [[διαμαντένιος]], [[αδαμάντινος]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· μεταφ., [[σκληρός]] όπως ο αδάμαντας· <i>σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις</i>, σε Πλάτ.· <i>οὐκ ἀδ. ἐστιν</i>, λέγεται για νεαρό [[κορίτσι]], σε Θεόκρ.· επίρρ. <i>-νως</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀδαμάντῐνος:''' -η, -ον ([[ἀδάμας]]), [[διαμαντένιος]], [[αδαμάντινος]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· μεταφ., [[σκληρός]] όπως ο αδάμαντας· <i>σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις</i>, σε Πλάτ.· <i>οὐκ ἀδ. ἐστιν</i>, λέγεται για νεαρό [[κορίτσι]], σε Θεόκρ.· επίρρ. <i>-νως</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀδᾰμάντῐνος:''' стальной или крепкий (твердый) как сталь ([[σφήν]] Aesch.; [[ἄροτρον]] Pind.; τείχη Aeschin.; δεσμοί, [[τυραννίς]] Plut.; перен. λόγοι Plat.; ούκ ἀδαμαντίνα, sc. [[παρθένος]] Theocr.). | |||
}} | }} |