Anonymous

ἀδαμάντινος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδαμάντῐνος:''' -η, -ον ([[ἀδάμας]]), [[διαμαντένιος]], [[αδαμάντινος]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· μεταφ., [[σκληρός]] όπως ο αδάμαντας· <i>σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις</i>, σε Πλάτ.· <i>οὐκ ἀδ. ἐστιν</i>, λέγεται για νεαρό [[κορίτσι]], σε Θεόκρ.· επίρρ. <i>-νως</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀδαμάντῐνος:''' -η, -ον ([[ἀδάμας]]), [[διαμαντένιος]], [[αδαμάντινος]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· μεταφ., [[σκληρός]] όπως ο αδάμαντας· <i>σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις</i>, σε Πλάτ.· <i>οὐκ ἀδ. ἐστιν</i>, λέγεται για νεαρό [[κορίτσι]], σε Θεόκρ.· επίρρ. <i>-νως</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδᾰμάντῐνος:''' стальной или крепкий (твердый) как сталь ([[σφήν]] Aesch.; [[ἄροτρον]] Pind.; τείχη Aeschin.; δεσμοί, [[τυραννίς]] Plut.; перен. λόγοι Plat.; ούκ ἀδαμαντίνα, sc. [[παρθένος]] Theocr.).
}}
}}