ἀδαμάντινος

English (LSJ)

η, ον,
A adamantine, of steel, Pi.P.4.224, A.Pr.6,64, Aeschin.3.84; ἀ. κερκίδες, of the Μοῖραι, Lyr.Adesp.ap.Stob.1.5.11; αἱμασιή Eus.Mynd.Fr.63.
2 metaph., hard as adamant, οὐδεὶς ἂν γένοιτο.. οὕτως ἀ., ὃς ἂν.. Pl.R. 360b; σιδηροῖς καὶ ἀ. λόγοις Id.Grg. 509a; δεσμοί Metrod.Herc.831.12; οὐκ ἀ. ἐστίν, of a girl, Theoc.3.39. Adv. ἀδαμαντίνως Pl.R. 618e.

Spanish (DGE)

(ἀδᾰμάντῐνος) -η, -ον
• Morfología: [-ος, -ον Philostr.VA 1.17]
I 1en cont. mit. de un metal sobrehumanamente duro gener. traducido como de acero ἄροτρον Pi.P.4.224, σφηνὸς ... γνάθον de la cuña que sujeta a Prometeo, A.Pr.64, κερκίδες de la lanzadera de las Moiras Lyr.Adesp. en Nauck TGF p.XX, de la hoz que castra a Crono, Apollod.1.1.4.
2 fig. acerado, duro como el acero σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις Pl.Grg.509a, δόξαι βραχεῖαι καὶ ἀδαμάντινοι Philostr.VA 1.17, χαλκοῖς καὶ ἀδαμαντίνοις τείχεσιν Aeschin.3.84, καταδήσατε αὐτὴν δεσμοῖς ... ἀδαμαντίνοις ἐπὶ ἔρωτι μανικῷ SB 14664.49 (IV d.C.)
esp. ref. al carácter duro, que no se doblega, que no flaquea ἀδαμάντινος τό τε σῶμα καὶ τὴν ψυχήν Iambl.Protr.20, ἀδαμάντινον βοῦν LXX 4Ma.16.13, de una joven οὐκ ἀ. ἐστίν Theoc.3.39, cf. Luc.Asin.11, ἀνάγκη Aristid.Or.2.154.
3 de plomo, plúmbeo (traducción del hebr. ’anak) ἐπὶ τείχους ἀδαμαντίνου sobre un muro (revestido) de plomo LXX Am.7.7
cf. prob. ya con el sent. de indestructible αἱ ... προσευχαί ὑμῶν ... ὡς τεῖχος ἀδαμάντινον Paral.Ier.1.2.
II adv. ἀδαμαντίνως = con firmeza, con total decisión ἀ. ... ταύτην τὴν δόξαν ἔχοντα manteniéndose duro como el acero en esta opinión Pl.R.619a.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
d'acier, dur et résistant comme l'acier.
Étymologie: ἀδάμας.

German (Pape)

stählern, fest, δεσμά Aesch. Prom. 6; σφήν 64; ἄροτρον Pind. P. 4.244; χαλκᾶ καὶ ἀδ. τείχη Aesch. 3.84; übertragen, λόγοι Plat. Gorg. 509a; von der Geliebten, Theocr. 3.39.
• Adv., Plat. Rep. 519a.

Russian (Dvoretsky)

ἀδᾰμάντῐνος: стальной или крепкий (твердый) как сталь (σφήν Aesch.; ἄροτρον Pind.; τείχη Aeschin.; δεσμοί, τυραννίς Plut.; перен. λόγοι Plat.; ούκ ἀδαμαντίνα, sc. παρθένος Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδαμάντῐνος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀδάμαντος, ὁ ἐκ χάλυβος, Πινδ. ΙΙ. 4. 398. Αἰσχύλ. Πρ. 6 καὶ 64, Σοφ. Ἀποσπ. 604, Αἰσχίν. 65. 33. 2) μεταφ., σκληρὸς ὡς ἀδάμας, ἀδαμάντινος, οὐδεὶς ἂν γένοιτο... οὕτως ἀδ. ὅς ἂν... Πλάτ... Πολ. 360Β, σιδηροῖς καὶ ἀδ. λόγοις, ὁ αὐτ. Γοργ. 509Α· οὐκ ἀδ. ἐντί, ἐπὶ κόρης, Θεοκρ. 3. 39. - Ἐπίρρ. ἀδαμαντίνως, Πλάτ. Πολ. 618Ε.

English (Slater)

ᾰδᾰμάντῐνος of adamant ἀδαμάντινον ἄροτρον σκίμψατο (P. 4.224)

Greek Monotonic

ἀδαμάντῐνος: -η, -ον (ἀδάμας), διαμαντένιος, αδαμάντινος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· μεταφ., σκληρός όπως ο αδάμαντας· σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις, σε Πλάτ.· οὐκ ἀδ. ἐστιν, λέγεται για νεαρό κορίτσι, σε Θεόκρ.· επίρρ. ἀδαμαντίνως, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἀδάμας
adamantine, Aesch., etc.: —metaph. hard as adamant, σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις Plat.; οὐκ ἀδ. ἐντί, of a girl, Theocr.:—adv. ἀδαμαντίνως, Plat.

Léxico de magia

-ον de acero χάρασσε ἀδαμαντίνῳ λίθῳ τοὺς ὑποκειμένου<ς> χαρακτῆρας graba con piedra de acero los signos que vienen a continuación P XIII 1002 ὁρκίζω αὐτὸ τοὺς ἑπτὰ κύκλους τοῦ οὐρανοῦ ... τὸν τρίτον ἀδαμάντινον lo conjuro por los siete círculos del cielo, el tercero de acero C 10 17 sent. fig., ref. a δεσμός (en hechizos o como símbolo de control) ἐπεί σε δεσμεύω δεσμοῖς ἀδαμαντίνοις ἀλύτοις pues te ato con cadenas de acero indisolubles P IV 1246 P IV 3100 SM 45 44

Translations

indestructible

Armenian: անկործան, անկործանելի; Belarusian: неразбуральны, непарушны; Bulgarian: неразбиваем; Catalan: indestructible; Czech: nezničitelný; Dutch: onverwoestbaar; Esperanto: nedetruebla; Finnish: tuhoutumaton; French: indestructible; Galician: indestruible; German: unzerstörbar, unvernichtbar; Greek: άφθαρτος, ακατάλυτος, άθραυστος, ανθεκτικός, ακατάστρεπτος, ακατεδάφιστος, άτρωτος, ακατανίκητος; Ancient Greek: ἀδαμάντινος, ἀδάμαστος, ἀδιάλυτος, ἀδιασκέδαστος, ἀδιάφθορος, ἄθραυστος, ἄθρυπτος, ἀκάαπτον, ἀκαθαίρετος, ἀκατάβλητος, ἀκατάλυτος, ἀκαταπόνητος, ἀκατάργητος, ἀκατάστρεπτος, ἀκήρατος, ἄλυτος, ἀμαράντινος, ἀμετάληπτος, ἀναπόθετος, ἀνεξάλειπτος, ἀνώλεθρος, ἄρρηκτος, ἀσύντριπτος, ἀτειρής, ἄτριστος, ἄφθιτος; Hungarian: elpusztíthatatlan; Italian: indistruttibile; Japanese: 壊せない, 潰せない, びくともしない, 丈夫な, 堅い; Latin: indelebilis; Manx: neuhraartagh; Norwegian Bokmål: som ikke kan ødelegges, uforgjengelig, uslitelig; Polish: niezniszczalny; Portuguese: indestrutível; Romanian: indestructibil; Russian: нерушимый, неразрушимый; Spanish: indestructible; Swedish: oförstörbar, outplånlig, oförgänglig; Ukrainian: незнищенний, незруйновний