Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀπερίσπαστος: Difference between revisions

From LSJ
1
(5)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπερίσπαστος]], -ον) [[περισπώμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με [[κάτι]] [[χωρίς]] να διασπάται η [[προσοχή]] του σε άλλες ασχολίες ή φροντίδες<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> αυτός που εκτελείται [[χωρίς]] εμπόδια, περισπασμούς ή διακοπές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατεύματα) ο μη διασκορπισμένος, ο [[ενιαίος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> «τὸ ἀπερίσπαστον τῆς ἐξουσίας», το ενιαίο, η [[συνέχεια]] της εξουσίας, το να μη μεταβαίνει η [[εξουσία]] από τον ένα στον [[άλλο]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπερίσπαστος]], -ον) [[περισπώμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με [[κάτι]] [[χωρίς]] να διασπάται η [[προσοχή]] του σε άλλες ασχολίες ή φροντίδες<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> αυτός που εκτελείται [[χωρίς]] εμπόδια, περισπασμούς ή διακοπές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατεύματα) ο μη διασκορπισμένος, ο [[ενιαίος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> «τὸ ἀπερίσπαστον τῆς ἐξουσίας», το ενιαίο, η [[συνέχεια]] της εξουσίας, το να μη μεταβαίνει η [[εξουσία]] από τον ένα στον [[άλλο]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπερίσπαστος:''' досл. не влекомый в разные стороны, перен. ничем не отвлекаемый, уравновешенный, безмятежный ([[εὔσχολος]] καὶ ἀ. Polyb.; [[ἄλυπος]] καὶ ἀ. Plut.).
}}
}}