Anonymous

ἰταμός: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰτᾰμός:''' [ῐ], -ή, -όν ([[εἶμι]], [[ibo]]), [[ορμητικός]], γρήγορος, απρόσεχτος, [[παράτολμος]], [[ασυλλόγιστος]], αναίσχυντος, Λατ. [[audax]], σε Αισχύλ., Δημ.
|lsmtext='''ἰτᾰμός:''' [ῐ], -ή, -όν ([[εἶμι]], [[ibo]]), [[ορμητικός]], γρήγορος, απρόσεχτος, [[παράτολμος]], [[ασυλλόγιστος]], αναίσχυντος, Λατ. [[audax]], σε Αισχύλ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰτᾰμός:''' (ῐ)<br /><b class="num">1)</b> стремительный, нетерпеливый (κύνες Aesch. ap. Arph.);<br /><b class="num">2)</b> решительный, быстрый ([[βοήθεια]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> дерзновенный, дерзостный ([[πονηρία]] Dem.).
}}
}}