ἰταμός
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
ἰταμή, ἰταμόν, (εἶμι ibo, ἴτης) headlong, hasty, eager, κύνες A.Fr.282, Alex.234; ἰ. πρόσωπον Nicol.Com.1.28; bold, reckless, ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ πονηρία D.25.24; ἀναιδὴς καὶ ἰ. Men.Epit.311; ἰ. πρὸς τὸ πράττειν Arist.Pr.953b4; πρὸς τὰ δεινά Plu. Galb.25; πρὸς λόγους ἰταμώτερος Id.2.1041a: Sup. ἰταμώτατος Phld.Rh. 1.341 S., Luc.Icar.30; τὸ ἰ., = ἰταμότης, Plu.Fab.19, etc.; vigour of style, Diog.Oen.12; τὸ ἰ. τῆς ψυχῆς Plu.Rom.7; ἰ. τι δεδορκώς Luc. Fug.19; ἰ. ἀντιβλέπειν Ael.NA17.12. Adv. ἰταμῶς Alex.105, Euphro 1.25, Men.Pk.306, Plu.2.93b, Gal.11.232; οἱ ἰ. πολιτευόμενοι D.8.68: Comp. ἰταμώτερον Pl.Lg.773b; ἰταμώτερον τῷ βίῳ χρῆσθαι D.19.233.
German (Pape)
[Seite 1274] (εἶμι, vgl. ἴτης), der dreist darauf losgeht, keck, verwegen; ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ πονηρία, im Gegensatz von βραδὺ καὶ ὀκνηρόν, Dem. 25, 24; πρός τι, Arist. probl. 29, 1; Sp., wie Plut. Galb. 25, τὸ ἰταμὸν τῆς ψυχῆς Rom. 7, Keckheit, Entschiedenheit. – Unverschämt, κύνες Ar. Ran. 1292. – Adv., ἰταμώτερον ἅμα καὶ θᾶττον τοῦ δέοντος πρὸς πάσας τὰς πράξεις φερόμενον, unbesonnen, Plat. Legg. VI, 773 d; Dem. u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 vif, ardent;
2 hardi, effronté, impudent ; τὸ ἰταμόν, hardiesse, impudence ; adv. • ἰταμὸν ἀντιβλέπειν ÉL regarder en face avec effronterie;
Cp. ἰταμώτερος, Sp. ἰταμώτατος.
Étymologie: ἴτης.
Russian (Dvoretsky)
ἰτᾰμός: (ῐ)
1 стремительный, нетерпеливый (κύνες Aesch. ap. Arph.);
2 решительный, быстрый (βοήθεια Plut.);
3 дерзновенный, дерзостный (πονηρία Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰτᾰμός: ῐ, ή, όν, (εἶμι, ἴτης) ὁρμητικός, σπεύδων, κύνες Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 234) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1292. ἕτοιμος πρὸς πᾶν πρᾶγμα, παράτολμος, θρασύς, ἀναίσχυντος, ἀσυλλόγιστος, ἄσωτος, ὡς τὸ Λατ. audax, ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ πονηρία Δημ. 777. 3· ἰτ. πρός τι Ἀριστ. Προβλ. 30. 6, Πλουτ. Γάλβ. 25· ἰταμώτερος πρός λόγους ὁ αὐτ. 2. 1041Α· τὸ ἴταμὸν ἰταμότης, ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 19, κτλ.· τό ἰτ. τῆς ψυχῆς ὁ αὐτ. ἐν Ρωμ. 7. ἰταμόν τι δεδορκὼς Λουκ., Δραπέτ. 19· ἰτ. ἀντιβλέπειν Αἰλ. π. Ζ. 17. 12. - Ἐπίρρ. -μῶς, Ἄλεξ. ἐν «Κνιδίᾳ» 1, ἐν «Φαίδρῳ» 2˙ Συγκρ. - ώτερον. Πλάτ. Νόμ. 773Β· ἰταμώτερον τῷ βίῳ χρῆσθαι Δημ. 414. 1· Ὑπερθ., -ώτατος Λουκ. Ἰκαρομ. 30.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἰταμός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, αναίσχυντος
2. το ουδ. ως ουσ. το ιταμό(ν)
η αυθάδεια, η θρασύτητα, η ιταμότητα
αρχ.
1. ορμητικός, τολμηρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰταμόν
η τολμηρότητα, η ορμητικότητα.
επίρρ...
ιταμώς (Α ἰταμῶς)
με αναίδεια, με θρασύτητα, ασύστολα
αρχ.
ορμητικά, τολμηρά, ριψοκίνδυνα, θαρραλέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴ-της που ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα -ι- του εἶμι (πρβλ. ἰ-έναι, ἰ-τός). Το επίθημα της λ. ἰτ-αμός δημιουργεί πρόβλημα, γιατί αυτό εμφανίζεται —εξαιρέσει τών μηδ-αμός, ουδ-αμός— μόνο σε ουσ. (πρβλ. ουλαμός, ποταμός). Τόσο η λ. ἴτης όσο και η ἰταμός πρέπει να ήταν τ. της καθομιλουμένης αττικής διαλέκτου.
ΠΑΡ. ιταμότητα(-της)
αρχ.
ιταμεύομαι, ιταμία
μσν.
ιταμώδης].
Greek Monotonic
ἰτᾰμός: [ῐ], -ή, -όν (εἶμι, ibo), ορμητικός, γρήγορος, απρόσεχτος, παράτολμος, ασυλλόγιστος, αναίσχυντος, Λατ. audax, σε Αισχύλ., Δημ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: headlong, hasty, eager, bold, reckless' (Att.)
Derivatives: - Also ἴτης, -ου m. id. (Ar., Pl.), and ἰτητικός = ἰταμός (Arist.; from ἰτάω, s. εἶμι?). ἰταμότης (Pl., Plb.), ἰταμία (LXX) vigour, effrontery, ἰταμεύομαι be ἰτ. (Jul. Or. 7, 210c; interpolated).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Mostly ἴ-της is derived from ἰ-έναι go (Chantraine Formation 318) as "Draufgänger" (Curtius 401 with the ancients, e. g. Pl. Prt. 349e, 359c), though the oxytona in -αμός further are mostly substantives (ποταμός etc.). From the Attic popular language. (Wrong Fraenkel Nom. ag. 2, 58f.).
Middle Liddell
ἰ˘τᾰμός, εἶμι ibo]
headlong, hasty, eager, ready for anything, reckless, Lat. audax, Aesch., Dem.
Frisk Etymology German
ἰταμός: {itamós}
Meaning: keck, verwegen, unverschämt (att.)
Derivative: mit ἰταμότης (Pl., Plb. u. a.), ἰταμία (LXX) Keckheit, ἰταμεύομαι keck sein (Jul. Or. 7, 210c; interpoliert). — Daneben ἴτης, -ου m. verwegener Mensch, Brausekopf (Ar., Pl.), auch ἰτητικός = ἰταμός (Arist. u. a.; von ἰτάω, s. εἶμι).
Etymology : Wie πότης Trinker gebildet (Chantraine Formation 318) gehört ἴτης als "Draufgänger" wahrscheinlich zu ἰέναι gehen (Curtius 401 mit den Alten, z. B. Pl. Prt. 349e, 359c); das davon nicht zu trennende ἰταμός steht der Bildung nach ziemlich allein, da die Oxytona auf -αμός (von οὐδ-, μηδαμός abgesehen) sonst Substantiva sind (ποταμός usw.). Beide Wörter dürfen aus der attischen Umgangssprache stammen (verfehlt Fraenkel Nom. ag. 2, 58f.).
Page 1,743