Anonymous

ὀχετός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀχετός:''' ὁ ([[ὀχέω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[μέσο]] για τη [[μεταφορά]] νερού, διοχετευτικός [[σωλήνας]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[τάφρος]], [[διώρυγα]], [[αυλάκι]], [[αγωγός]] υδάτων, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., ρυάκια, χείμαρροι, σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., <i>ὀχετὸν παρεκτρέπειν</i>, [[κατασκευάζω]] εφεδρική δίοδο ή [[μέσο]] διαφυγής, σε Ευρ.
|lsmtext='''ὀχετός:''' ὁ ([[ὀχέω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[μέσο]] για τη [[μεταφορά]] νερού, διοχετευτικός [[σωλήνας]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[τάφρος]], [[διώρυγα]], [[αυλάκι]], [[αγωγός]] υδάτων, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., ρυάκια, χείμαρροι, σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., <i>ὀχετὸν παρεκτρέπειν</i>, [[κατασκευάζω]] εφεδρική δίοδο ή [[μέσο]] διαφυγής, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀχετός:''' ὁ<b class="num">1)</b> водоотводный канал, водопровод Her., Thuc., Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> ручей, поток, струя (Σιμούντιοι ὀχετοί Eur.);<br /><b class="num">3)</b> анат. канал, проток Xen.: τῆς ἀρτηρίας ὀχετοί Plut. дыхательные пути;<br /><b class="num">4)</b> перен. путь, лазейка: παρεκτρέπειν ὀχετὸν [[ὥστε]] μὴ [[θανεῖν]] Eur. изменять (жизненный) путь так, чтобы не умереть.
}}
}}