3,277,819
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰσβολή:''' ἡ ([[εἰσβάλλω]] II),<br /><b class="num">1.</b> [[επιδρομή]], [[εισβολή]], [[επίθεση]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[είσοδος]], [[πέρασμα]], [[δίοδος]], <i>ἡ ἐσβ. ἡ Ὀλυμπική</i>, η [[διάβαση]] του Ολύμπου, σε Ηρόδ.· στενό, [[ισθμός]], σε Ευρ.· ομοίως στον πληθ., λέγεται για τις Θερμοπύλες, σε Ηρόδ.· στον πληθ. επίσης, το [[στόμιο]] του ποταμού, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[είσοδος]],[[άνοιγμα]] σε [[κάτι]], [[αρχή]], σε Ευρ., Αριστοφ. | |lsmtext='''εἰσβολή:''' ἡ ([[εἰσβάλλω]] II),<br /><b class="num">1.</b> [[επιδρομή]], [[εισβολή]], [[επίθεση]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[είσοδος]], [[πέρασμα]], [[δίοδος]], <i>ἡ ἐσβ. ἡ Ὀλυμπική</i>, η [[διάβαση]] του Ολύμπου, σε Ηρόδ.· στενό, [[ισθμός]], σε Ευρ.· ομοίως στον πληθ., λέγεται για τις Θερμοπύλες, σε Ηρόδ.· στον πληθ. επίσης, το [[στόμιο]] του ποταμού, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[είσοδος]],[[άνοιγμα]] σε [[κάτι]], [[αρχή]], σε Ευρ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰσβολή:''' ион. и староатт. [[ἐσβολή]], дор. [[εἰσβολά]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> вторжение, нападение (εἰς χώραν τινά Her., Thuc., Xen.; [[ξενικός]] Eur.): εἰσβολαὶ σοφισμάτων Arph. софистические приемы;<br /><b class="num">2)</b> вход, проход, доступ (ἐκ τῆς Μακεδονίης ἐς Θεσσαλίην Her.; [[ἀμήχανος]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> место впадения, устье (τῶν ποταμῶν Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> вступление, начало (εἰσβολαὶ γὁων, v. l. λόγων Eur.). | |||
}} | }} |