3,276,318
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θηλή:''' ἡ (*θάω), το [[τμήμα]] του στήθους που προσφέρεται για θηλασμό, [[θηλή]], [[ρώγα]], σε Ευρ., Πλάτ. | |lsmtext='''θηλή:''' ἡ (*θάω), το [[τμήμα]] του στήθους που προσφέρεται για θηλασμό, [[θηλή]], [[ρώγα]], σε Ευρ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θηλή:''' ἡ сосок, сосец (θηλαὶ μαστῶν Arst.; θηλὴν ὑπέχειν τοῖς βρέφεσι Plut.): δέξασθαι θηλαῖσι σπορὰς ἀρνῶν Eur. дать сосцы молодым ягнятам. | |||
}} | }} |