Anonymous

θηλή: Difference between revisions

From LSJ
274 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θηλή:''' ἡ (*θάω), το [[τμήμα]] του στήθους που προσφέρεται για θηλασμό, [[θηλή]], [[ρώγα]], σε Ευρ., Πλάτ.
|lsmtext='''θηλή:''' ἡ (*θάω), το [[τμήμα]] του στήθους που προσφέρεται για θηλασμό, [[θηλή]], [[ρώγα]], σε Ευρ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''θηλή:''' ἡ сосок, сосец (θηλαὶ μαστῶν Arst.; θηλὴν ὑπέχειν τοῖς βρέφεσι Plut.): δέξασθαι θηλαῖσι σπορὰς ἀρνῶν Eur. дать сосцы молодым ягнятам.
}}
}}