3,277,121
edits
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐγχᾰλῑνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[βάζω]] [[χαλινάρι]] στο [[στόμα]] ενός αλόγου, με αιτ., σε Βάβρ. — Παθ., λέγεται για άλογα, το να έχουν το [[χαλινάρι]] μέσα στα στόματά τους, σε Ηρόδ., Ξεν. | |lsmtext='''ἐγχᾰλῑνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[βάζω]] [[χαλινάρι]] στο [[στόμα]] ενός αλόγου, με αιτ., σε Βάβρ. — Παθ., λέγεται για άλογα, το να έχουν το [[χαλινάρι]] μέσα στα στόματά τους, σε Ηρόδ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγχᾰλῑνόω:''' <b class="num">1)</b> взнуздывать (ἵππον Babr., Plut. и τοὺς ἐλέφαντας Luc.; [[ἵππος]] ἐγκεχαλινωμένος Xen. и ἐγχαλινωθείς Plut.; о пленниках ἐγκεχαλινωμένοι τὰ στόματα Her.);<br /><b class="num">2)</b> обуздывать, сдерживать (ὁ ἐγκεχαλινωμένος τῇ [[ὀλιγαρχία]] [[δῆμος]] Plut.). | |||
}} | }} |