Anonymous

ἐγχαλινόω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγχᾰλῑνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[βάζω]] [[χαλινάρι]] στο [[στόμα]] ενός αλόγου, με αιτ., σε Βάβρ. — Παθ., λέγεται για άλογα, το να έχουν το [[χαλινάρι]] μέσα στα στόματά τους, σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''ἐγχᾰλῑνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[βάζω]] [[χαλινάρι]] στο [[στόμα]] ενός αλόγου, με αιτ., σε Βάβρ. — Παθ., λέγεται για άλογα, το να έχουν το [[χαλινάρι]] μέσα στα στόματά τους, σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγχᾰλῑνόω:''' <b class="num">1)</b> взнуздывать (ἵππον Babr., Plut. и τοὺς ἐλέφαντας Luc.; [[ἵππος]] ἐγκεχαλινωμένος Xen. и ἐγχαλινωθείς Plut.; о пленниках ἐγκεχαλινωμένοι τὰ στόματα Her.);<br /><b class="num">2)</b> обуздывать, сдерживать (ὁ ἐγκεχαλινωμένος τῇ [[ὀλιγαρχία]] [[δῆμος]] Plut.).
}}
}}