ἐγχαλινόω

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγχᾰλῑνόω Medium diacritics: ἐγχαλινόω Low diacritics: εγχαλινόω Capitals: ΕΓΧΑΛΙΝΟΩ
Transliteration A: enchalinóō Transliteration B: enchalinoō Transliteration C: egchalinoo Beta Code: e)gxalino/w

English (LSJ)

A put a bit in the mouth of, ἵππον Babr.76.14:—Pass., τὰ στόματα ἐγκεχαλινωμένους having the bit in their mouths, Hdt.3.14, cf. X.An.7.2.21.
2 metaph., Ph.1.117:—Pass., τὸν δῆμον ἐγκεχαλινωμένον τῇ ὀλιγαρχία held in check by the oligarchy, Plu.Lys.21; ὀργή -ωμένη τῷ λόγῳ Them.Or.17.214d.
3 metaph. of reins, to be in the form of a bit, Hp.Oss.19.

Spanish (DGE)

(ἐγχᾰλῑνόω) 1 embridar, poner el bocado o freno τοὺς ἵππους Plu.Eum.9, cf. Sull.29, Babr.76.14, τοὺς ἐλέφαντας Luc.Bacch.3, en v. pas., X.An.7.2.21, 7.7.6, Plu.2.830e, c. ac. de rel. (Αἰγυπτίους) τὰ στόματα ἐγκεχαλινωμένους como humillación al vencido, Hdt.3.14
fig. refrenar, reprimir ἐγχαλινώσει τὴν ῥύμην καὶ φορὰν τοῦ πάθους Ph.1.117, cf. 142, en v. pas. ἐγκεχαλινωμένον τῇ ὀλιγαρχίᾳ τὸν δῆμον Plu.Lys.21, ὀργὴ δὲ ἐγκεχαλινωμένη τῷ λόγῳ Them.Or.17.214d.
2 anat., en v. med. tomar forma de bocado o freno unas venas ἐγκεχαλίνωνται περὶ τὰ ὦτα (τῆς καρδίης) Hp.Oss.19.

German (Pape)

[Seite 712] aufzäumen, ἐγκεχαλινωμένοι τὰ στόματα Her. 3, 14; Xen. An. 7, 2, 21; Sp., wie Luc. Bacch. 3. Übertr., αἰτίαν ἔλαβε, ὡς ἐγκεχαλινωμένον τῇ ὀλιγαρχίᾳ τὸν δῆμον ἀνεὶς αὖθις ἐξυβρίσαι, wie unser zügeln, Plut. Lys. 21.

French (Bailly abrégé)

ἐγχαλινῶ :
mettre un mors dans, brider, acc. ; fig. réfréner.
Étymologie: ἐν, χαλινόω.

Greek Monotonic

ἐγχᾰλῑνόω: μέλ. -ώσω, βάζω χαλινάρι στο στόμα ενός αλόγου, με αιτ., σε Βάβρ. — Παθ., λέγεται για άλογα, το να έχουν το χαλινάρι μέσα στα στόματά τους, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐγχᾰλῑνόω:
1 взнуздывать (ἵππον Babr., Plut. и τοὺς ἐλέφαντας Luc.; ἵππος ἐγκεχαλινωμένος Xen. и ἐγχαλινωθείς Plut.; о пленниках ἐγκεχαλινωμένοι τὰ στόματα Her.);
2 обуздывать, сдерживать (ὁ ἐγκεχαλινωμένος τῇ ὀλιγαρχία δῆμος Plut.).

Middle Liddell

fut. ώσω
to put a bit in the mouth of a horse, c. acc., Babr.:—Pass. of horses, to have the bit in their mouths, Hdt., Xen.