Anonymous

ἐρίζω: Difference between revisions

From LSJ
1,040 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρίζω:''' Επικ. απαρ. [[ἐριζέμεναι]], <i>-εμεν</i>, Δωρ. <i>ἔρισδεν</i>· παρατ. [[ἤριζον]], Επικ. [[ἔριζον]], Ιων. [[ἐρίζεσκον]], μέλ. <i>ἐρίσω</i>· Επικ. αόρ. αʹ <i>ἤρῐσα</i>, Επικ. ευκτ. [[ἐρίσσειε]]· παρακ. <i>ἤρῐκα</i>, σε Πολύβ. — Μέσ., Επικ. υποτ. αορ. αʹ [[ἐρίσσεται]] (αντί <i>ἐρίσηται</i>)· παρακ. [[ἐρήρισμαι]], ([[ἔρις]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αντιμάχομαι]], [[αντιπαλεύω]], τσακώνομαι, <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Όμηρ., Αττ.· [[πρός]] τινα, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τινί</i>, σε Όμηρ.· με αιτ. πράγμ., [[συναγωνίζομαι]] με κάποιον σε [[κάτι]], στον ίδ.· επίσης, με δοτ. πράγμ., σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[συμμετέχω]] σε διαγωνισμό, [[διατηρώ]] το συναγωνισμό, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ο [[Όμηρος]] μερικές φορές χρησιμοποιεί τη Μέσ. όπως την Ενεργ.
|lsmtext='''ἐρίζω:''' Επικ. απαρ. [[ἐριζέμεναι]], <i>-εμεν</i>, Δωρ. <i>ἔρισδεν</i>· παρατ. [[ἤριζον]], Επικ. [[ἔριζον]], Ιων. [[ἐρίζεσκον]], μέλ. <i>ἐρίσω</i>· Επικ. αόρ. αʹ <i>ἤρῐσα</i>, Επικ. ευκτ. [[ἐρίσσειε]]· παρακ. <i>ἤρῐκα</i>, σε Πολύβ. — Μέσ., Επικ. υποτ. αορ. αʹ [[ἐρίσσεται]] (αντί <i>ἐρίσηται</i>)· παρακ. [[ἐρήρισμαι]], ([[ἔρις]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αντιμάχομαι]], [[αντιπαλεύω]], τσακώνομαι, <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Όμηρ., Αττ.· [[πρός]] τινα, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τινί</i>, σε Όμηρ.· με αιτ. πράγμ., [[συναγωνίζομαι]] με κάποιον σε [[κάτι]], στον ίδ.· επίσης, με δοτ. πράγμ., σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[συμμετέχω]] σε διαγωνισμό, [[διατηρώ]] το συναγωνισμό, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ο [[Όμηρος]] μερικές φορές χρησιμοποιεί τη Μέσ. όπως την Ενεργ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρίζω:''' (эп. impf. iter. [[ἐρίζεσκον]], aor. 1 [[ἤρισα]] и эп. ἔρισ(σ)α) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> спорить, ссориться (τινί Hom.; πρός τινα Pind., Her., Plat.; τινὶ περί τινος Xen., Plut.): ἐ. πρὸς [[πᾶν]] τὸ λεγόμενον Her. оспаривать все, что ни говорится; ἀμφισβητεῖν [[μέν]], ἐ. δὲ μή Plat. спорить, но не ссориться;<br /><b class="num">2)</b> соревноваться, состязаться (τι Hes., περί τινος Hom., Xen. и [[ἀμφί]] τινι Pind.; τινὶ δρηστοσύνῃ, ἀλλήλοιϊν χερσὶ μαχήσασθαι Hom.): [[ἀνδρῶν]] τίς μοι [[ἐρίσσεται]] κτήμασιν Hom. кое-кто из людей поспорит со мной в богатстве; [[ποτί]] τινα ἔριν ἐ. Theocr. вступать в соревнование с кем-л.
}}
}}