Anonymous

λυσσητήρ: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λυσσητήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[κάποιος]] που είναι [[λυσσασμένος]], [[μανιώδης]], σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
|lsmtext='''λυσσητήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[κάποιος]] που είναι [[λυσσασμένος]], [[μανιώδης]], σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λυσσητήρ:''' ῆρος adj. m<br /><b class="num">1)</b> бешеный ([[κύων]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> беснующийся (в пляске), неистовствующий ([[πούς]] Anth.).
}}
}}