Anonymous

πυρφόρος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πυρφόρος:''' -ον ([[φέρω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φέρει πυρ, που έχει [[φωτιά]], σε Ευρ.· λέγεται για τον κεραυνό, σε Πίνδ., Αισχύλ.· <i>πυρφόροι ὀϊστοί</i>, βέλη με εύφλεκτες ουσίες πάνω τους, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Ειδικότερες σημασίες:<br /><b class="num">1.</b> επίθ. του [[Δία]] για τους κεραυνούς του, σε Σοφ.· λέγεται για τη [[Δήμητρα]], αναφορικά προς τους πυρσούς που κρατούσαν οι λάτρεις της, σε Ευρ.· λέγεται για την Άρτεμη, σε Σοφ.· [[αλλά]] θεὸς [[πυρφόρος]], [[θεός]] που φέρνει πυρ, [[φωτιά]], [[θεός]] που φέρνει λοιμό ή πυρετό, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ὁπυρφόρος</i>, στο στρατό των Λακεδαιμονίων ήταν ο [[ιερέας]] που κρατούσε την [[ιερή]] [[φωτιά]] για τη [[θυσία]], η οποία δεν επιτρεπόταν να σβήσει [[ποτέ]], σε Ξεν.· απ' όπου παροιμ., λέγεται για ολοσχερή [[ήττα]], [[ἔδεε]] δὲ [[μηδὲ]] πυρφόρον περιγενέσθαι, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πυρφόρος:''' -ον ([[φέρω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φέρει πυρ, που έχει [[φωτιά]], σε Ευρ.· λέγεται για τον κεραυνό, σε Πίνδ., Αισχύλ.· <i>πυρφόροι ὀϊστοί</i>, βέλη με εύφλεκτες ουσίες πάνω τους, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Ειδικότερες σημασίες:<br /><b class="num">1.</b> επίθ. του [[Δία]] για τους κεραυνούς του, σε Σοφ.· λέγεται για τη [[Δήμητρα]], αναφορικά προς τους πυρσούς που κρατούσαν οι λάτρεις της, σε Ευρ.· λέγεται για την Άρτεμη, σε Σοφ.· [[αλλά]] θεὸς [[πυρφόρος]], [[θεός]] που φέρνει πυρ, [[φωτιά]], [[θεός]] που φέρνει λοιμό ή πυρετό, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ὁπυρφόρος</i>, στο στρατό των Λακεδαιμονίων ήταν ο [[ιερέας]] που κρατούσε την [[ιερή]] [[φωτιά]] για τη [[θυσία]], η οποία δεν επιτρεπόταν να σβήσει [[ποτέ]], σε Ξεν.· απ' όπου παροιμ., λέγεται για ολοσχερή [[ήττα]], [[ἔδεε]] δὲ [[μηδὲ]] πυρφόρον περιγενέσθαι, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πυρφόρος:''' <b class="num">1)</b> несущий огонь, огненный, пылающий ([[κεραυνός]] Pind.; ἀστραπαί Soph.);<br /><b class="num">2)</b> несущий факел ([[ἀνήρ]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> зажигательный (ὀϊστοί Thuc.; βέλη Diod.);<br /><b class="num">4)</b> несущий истребление, опустошительный (ὁ [[θεός]] Soph.);<br /><b class="num">5)</b> огненосный (эпитет Зевса, Деметры, Артемиды и Прометея) Soph., Eur., Arph.;<br /><b class="num">6)</b> зажигающий страстью (sc. [[ἔρως]] Anth.).<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> воен. огнемет (машина для метания зажигательных снарядов) Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> пирфор, огненосец (у лакедемонян, жрец, сопровождавший в походе армию со священным неугасимым огнем и пользовавшийся привилегией неприкосновенности) Xen., (тж. у ассирийцев) Luc.: [[ἔδεε]] [[μηδὲ]] πυρφόρον ἐκφυγόντα περιγενέσθαι Her. (по словам персов), даже огненосцу не спастись, т. е. должны погибнуть все до одного.
}}
}}