Anonymous

συναποδιδράσκω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναποδιδράσκω:''' [[δραπετεύω]] μαζί με κάποιον· <i>ξυναποδρᾶναί τινι</i> (απαρ. αορ. βʹ), σε Αριστοφ.
|lsmtext='''συναποδιδράσκω:''' [[δραπετεύω]] μαζί με κάποιον· <i>ξυναποδρᾶναί τινι</i> (απαρ. αορ. βʹ), σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''συναποδιδράσκω:''' (aor. 1 συναπέδρᾱσα, aor. 2 συναπέδρᾱν) убегать вместе (τινί Arph.): [[συναιχμάλωτος]], συναποδράς Luc. вместе попавший в плен (и) вместе бежавший (из плена).
}}
}}