Anonymous

θύος: Difference between revisions

From LSJ
409 bytes added ,  31 December 2018
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θύος:''' -εος, τό ([[θύω]] Α), δοτ. πληθ. <i>θύεσσι</i>, Επικ. <i>θυέεσσι</i>, σε Ησίοδ.· Επικ. γεν. <i>θυέων</i>, αιτ. <i>θύη</i>· [[θυσία]], [[προσφορά]], σε Όμηρ., κ.λπ.
|lsmtext='''θύος:''' -εος, τό ([[θύω]] Α), δοτ. πληθ. <i>θύεσσι</i>, Επικ. <i>θυέεσσι</i>, σε Ησίοδ.· Επικ. γεν. <i>θυέων</i>, αιτ. <i>θύη</i>· [[θυσία]], [[προσφορά]], σε Όμηρ., κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''θύος:''' εος τό [[θύω]] I]<br /><b class="num">1)</b> pl. благовонные курения (= [[θύον]]<br /><b class="num">1)</b> (πρὸς νηὸν Ἀθηναίης ἔρχεσθαι σὺν θυέεσσιν Hom.; σπονδῇς θυέεσσί τε ἱλάσκεσθαι Hes.);<br /><b class="num">2)</b> преимущ. pl. жертва Hom., Aesch., Theocr.
}}
}}