Anonymous

λυσιτελής: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῡσιτελής:''' -ές ([[λύω]] V, [[τέλος]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πληρώνει τα οφειλόμενα, τα ἔξοδα· απ' όπου, [[χρήσιμος]], [[επωφελής]], [[ωφέλιμος]], [[επικερδής]], σε Πλάτ.· τὸ λυσιτελέστατον πρὸς [[ἀργύριον]], οτιδήποτε ήταν ωφελιμώτατο ως προς τα χρήματα, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[φθηνός]], σε Ξεν.
|lsmtext='''λῡσιτελής:''' -ές ([[λύω]] V, [[τέλος]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πληρώνει τα οφειλόμενα, τα ἔξοδα· απ' όπου, [[χρήσιμος]], [[επωφελής]], [[ωφέλιμος]], [[επικερδής]], σε Πλάτ.· τὸ λυσιτελέστατον πρὸς [[ἀργύριον]], οτιδήποτε ήταν ωφελιμώτατο ως προς τα χρήματα, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[φθηνός]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''λῡσῐτελής:''' полезный, выгодный (ἐμπορεύματα Xen.): λυσιτελεστάτην ζωὴν [[ζῆν]] Plat. прожить (свою) жизнь наиболее целесообразно; τὸ λυσιτελέστατον πρὸς [[ἀργύριον]] Dem. то, что наиболее выгодно с денежной точки зрения.
}}
}}