Anonymous

ἑκτικός: Difference between revisions

From LSJ
2
(11)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἑκτικός]], -ή, -όν)<br />Ι. <b>μσν.-νεοελλ.</b> <b>ιατρ.</b> «[[εκτικός]] [[πυρετός]]» — αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλες διακυμάνσεις θερμοκρασίας, [[καχεξία]] και [[απίσχνανση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνήθης]], [[συνεχής]], καθ' έξιν<br /><b>2.</b> [[ικανός]], [[επιτήδειος]] για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[καχεκτικός]], απισχναντικός<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἑκτικῶς</i><br /><b>1.</b> καθ' έξιν<br />ευχερώς<br /><b>2.</b> καχεκτικώς.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἑκτικός]], -ή, -όν)<br />Ι. <b>μσν.-νεοελλ.</b> <b>ιατρ.</b> «[[εκτικός]] [[πυρετός]]» — αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλες διακυμάνσεις θερμοκρασίας, [[καχεξία]] και [[απίσχνανση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνήθης]], [[συνεχής]], καθ' έξιν<br /><b>2.</b> [[ικανός]], [[επιτήδειος]] για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[καχεκτικός]], απισχναντικός<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἑκτικῶς</i><br /><b>1.</b> καθ' έξιν<br />ευχερώς<br /><b>2.</b> καχεκτικώς.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑκτικός:''' (= [[καχεκτικός]]) чахоточный Arst.
}}
}}