Anonymous

σκοπέω: Difference between revisions

From LSJ
1,299 bytes added ,  31 December 2018
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκοπέω:''' και σκοπέομαι, χρησιμ. από τους Αττ. συγγραφείς μόνο σε ενεστ. και παρατ., ενώ οι υπόλοιποι χρόνοι συμπληρώνονται από το [[σκέπτομαι]] ([[σκοπός]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παρατηρώ]] ή [[επιτηρώ]] [[κάτι]]· [[θεώμαι]], [[θεωρώ]], [[ατενίζω]], σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.· απόλ., [[παρατηρώ]], [[εξετάζω]], [[ερευνώ]], [[περιεργάζομαι]], [[παρακολουθώ]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[προσέχω]], [[θεωρώ]], [[λαμβάνω]] υπ' όψιν, [[σκέπτομαι]], [[εξετάζω]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[σκοπέω]] τι, σε Θουκ. κ.λπ.· [[σκοπέω]] [[περί]] τινος ή <i>τι</i>, σε Πλάτ.· απόλ., [[ὀρθῶς]] σκοπεῖν, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[αναζητώ]], με αιτ., σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., χρησιμ. ακριβώς όπως Ενεργ., σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> Παθ., <i>σκοπῶν καὶ σκοπούμενος</i>, αυτός που εξετάζει και ταυτοχρόνως εξετάζεται, σε Πλάτ.
|lsmtext='''σκοπέω:''' και σκοπέομαι, χρησιμ. από τους Αττ. συγγραφείς μόνο σε ενεστ. και παρατ., ενώ οι υπόλοιποι χρόνοι συμπληρώνονται από το [[σκέπτομαι]] ([[σκοπός]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παρατηρώ]] ή [[επιτηρώ]] [[κάτι]]· [[θεώμαι]], [[θεωρώ]], [[ατενίζω]], σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.· απόλ., [[παρατηρώ]], [[εξετάζω]], [[ερευνώ]], [[περιεργάζομαι]], [[παρακολουθώ]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[προσέχω]], [[θεωρώ]], [[λαμβάνω]] υπ' όψιν, [[σκέπτομαι]], [[εξετάζω]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[σκοπέω]] τι, σε Θουκ. κ.λπ.· [[σκοπέω]] [[περί]] τινος ή <i>τι</i>, σε Πλάτ.· απόλ., [[ὀρθῶς]] σκοπεῖν, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[αναζητώ]], με αιτ., σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., χρησιμ. ακριβώς όπως Ενεργ., σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> Παθ., <i>σκοπῶν καὶ σκοπούμενος</i>, αυτός που εξετάζει και ταυτοχρόνως εξετάζεται, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκοπέω:''' (только praes. и impf., у Arst. aor. ἐσκόπησα; остальные формы - от [[σκέπτομαι]]) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> наблюдать, следить (σ. [[ἄστρον]] Pind.; σκοπεῖσθαι ἀπὸ τῶν ἱστῶν Xen.; σκοπούμενος τὸν ἥλιον ἐκλείποντα Plat.): σ. τὰ [[ἔμπροσθεν]] Xen. наблюдать за тем, что впереди;<br /><b class="num">2)</b> быть настороже, проявлять бдительность (φυλάττειν καὶ σ. Xen.);<br /><b class="num">3)</b> рассматривать, исследовать; обсуждать (τὰ ἔργα ἑκάστου Xen.): πρὸς ἑαυτὸν σ. Plat. размышлять про себя;<br /><b class="num">4)</b> иметь в виду, заботиться (τὰ ἑωϋτοῦ Her.): τὰ πρὸς ποσὶ σ. Soph. иметь в виду то, что под ногами, т. е. интересоваться ближайшей действительностью; σ. τὴν τελευτήν Her. иметь в виду конец; σὺ δὲ δὴ [[ποῖ]] σκοπεῖς; Plat. но ты-то что имеешь в виду?
}}
}}