Anonymous

θαῦμα: Difference between revisions

From LSJ
1,604 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θαῦμα:''' -ατος, τό, Ιων. θώϋμα ή [[θῶμα]] ([[θάομαι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για αντικείμενα, οτιδήποτε βλέπει [[κάποιος]] με θαυμασμό, [[θαύμα]], αξιοθαύμαστο [[γεγονός]], σε Όμηρ., Ησίοδ.· [[θαῦμα]], λέγεται για τον Πολύφημο, σε Ομήρ. Οδ.· [[θαῦμα]] βροτοῖσι, λέγεται για μια όμορφη [[γυναίκα]], στο ίδ.· με απαρ., [[θαῦμα]] [[ἰδέσθαι]] ή [[ἰδεῖν]], θαυμάσιο [[πράγμα]] στη [[θωριά]], στην όψη, στο ίδ., Ευρ.· καὶ θαῦμά γ' [[οὐδέν]], και [[καθόλου]] περίεργο, σε Αριστοφ., [[θῶμα]] ποιεῖσθαι τι, σε Ηρόδ.· στον πληθ., <i>θαύματ' ἐμοὶ κλύειν</i>, σε Αισχύλ.· <i>θαυμάτων κρείσσονα</i> ή πέρα, πράγματα ανώτερα θαυμάτων, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ. επίσης, τεχνάσματα θαυματοποιού, θαυμάσια γυμναστικά παιχνίδια, σε Ξεν., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[συναίσθημα]], [[θαυμασμός]], [[έκπληξη]], σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.· ἐν θώματι [[εἶναι]] ή <i>[[γίγνεσθαι]]</i>, είμαι [[έκπληκτος]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>τινός</i>, με ένα [[πράγμα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''θαῦμα:''' -ατος, τό, Ιων. θώϋμα ή [[θῶμα]] ([[θάομαι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για αντικείμενα, οτιδήποτε βλέπει [[κάποιος]] με θαυμασμό, [[θαύμα]], αξιοθαύμαστο [[γεγονός]], σε Όμηρ., Ησίοδ.· [[θαῦμα]], λέγεται για τον Πολύφημο, σε Ομήρ. Οδ.· [[θαῦμα]] βροτοῖσι, λέγεται για μια όμορφη [[γυναίκα]], στο ίδ.· με απαρ., [[θαῦμα]] [[ἰδέσθαι]] ή [[ἰδεῖν]], θαυμάσιο [[πράγμα]] στη [[θωριά]], στην όψη, στο ίδ., Ευρ.· καὶ θαῦμά γ' [[οὐδέν]], και [[καθόλου]] περίεργο, σε Αριστοφ., [[θῶμα]] ποιεῖσθαι τι, σε Ηρόδ.· στον πληθ., <i>θαύματ' ἐμοὶ κλύειν</i>, σε Αισχύλ.· <i>θαυμάτων κρείσσονα</i> ή πέρα, πράγματα ανώτερα θαυμάτων, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ. επίσης, τεχνάσματα θαυματοποιού, θαυμάσια γυμναστικά παιχνίδια, σε Ξεν., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[συναίσθημα]], [[θαυμασμός]], [[έκπληξη]], σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.· ἐν θώματι [[εἶναι]] ή <i>[[γίγνεσθαι]]</i>, είμαι [[έκπληκτος]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>τινός</i>, με ένα [[πράγμα]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θαῦμα:''' ατος, ион. θώϋμα и [[θῶμα]] τό [[θάομαι]] II]<br /><b class="num">1)</b> чудо, диво: θ. [[ἰδεῖν]] Hes. или [[ἰδέσθαι]] Hom. нечто невиданное; θ. ἀκοῦσαι Pind. нечто неслыханное; θαυμάτων κρείσσονα или [[πέρα|πέρᾱ]] Eur. чудеса из чудес, невероятнейшие вещи; Πηρώ, θ. βροτοῖσι Hom. Перо, краса которой поражала всех; θ. πελώριον Hom. огромное чудовище, т. е. Полифем;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. pl. чудо ловкости, фокус (τὰ θαύματα ποιεῖν Xen.): τὰ θαύματα ἐπιδεικνύναι Plat. показывать фокусы;<br /><b class="num">3)</b> удивление, изумление: θ. μ᾽ [[ἔχει]] Hom., Soph., Plat., ὑποδύεται Soph. или λαμβάνει Arst. я удивлен; ἐν θαύματι εἶναι, [[γενέσθαι]], ἔχεσθαι и ἐνέχεσθαι Her. или ποιεῖσθαι Plut. поражаться, быть удивленным; θ. ποιεῖσθαί τι, τινος и περί τινος Her. поражаться, изумляться чему-л.; οὐ θ. Pind., θ. [[οὐδέν]] или οὐδὲν θ. Soph. ничего удивительного; θ. ἦν, τί εἴη τὸ γεγενημένον Xen. недоумевали (не понимали), что именно произошло.
}}
}}