3,277,820
edits
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνδιοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διοικώ]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]], [[συνάρχω]], συγκυβερνώ, με δοτ., σε Δημ. | |lsmtext='''συνδιοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διοικώ]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]], [[συνάρχω]], συγκυβερνώ, με δοτ., σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνδιοικέω:''' <b class="num">1)</b> совместно управлять Isae., Polyb.: σ. τινι Dem. помогать кому-л. в управлении;<br /><b class="num">2)</b> давать указание, отдавать распоряжение (τινί τι Plut.). | |||
}} | }} |