Anonymous

συνδιοικέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνδιοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διοικώ]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]], [[συνάρχω]], συγκυβερνώ, με δοτ., σε Δημ.
|lsmtext='''συνδιοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διοικώ]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]], [[συνάρχω]], συγκυβερνώ, με δοτ., σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδιοικέω:''' <b class="num">1)</b> совместно управлять Isae., Polyb.: σ. τινι Dem. помогать кому-л. в управлении;<br /><b class="num">2)</b> давать указание, отдавать распоряжение (τινί τι Plut.).
}}
}}