συνδιοικέω
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
administer together, Is.7.9, Plb.6.11a.7; ἀγῶνα Milet.1(7).203a17 (ii B.C.); τινι with one, D.24.160; bring about together with, μετὰ τῆς πρες βείας, ὅπως.. SIG353.5 (Ephesus, iv B.C.):—Med., παρὰ τῶν πρυτάνεων, ὅπως.. Thphr. Char.21.11 (s.v.l.):—Pass., share the advantage of, τὰ φυτὰ τῇ [τῶν μεγάλων δενδρῶν] -ούμενα στερεότητι Sor.1.96.
German (Pape)
[Seite 1008] mit od. zugleich verwalten, anordnen, τινί, mit Einem; Is. 7, 9; Dem. 24, 160.
French (Bailly abrégé)
συνδιοικῶ :
administrer avec ou ensemble, τινι.
Étymologie: σύν, διοικέω.
Russian (Dvoretsky)
συνδιοικέω:
1 совместно управлять Isae., Polyb.: σ. τινι Dem. помогать кому-л. в управлении;
2 давать указание, отдавать распоряжение (τινί τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συνδιοικέω: διοικῶ ὁμοῦ, Ἰσαῖ. 64. 15, Πολύβ., κλπ.˙ τινι, μετά τινος, Δημ. 750. 11. ― Μέσ., συνδιοικήσασθαι μετὰ τῶν πρυτάνεων Θεοφρ. Χαρ. 21.
Greek Monotonic
συνδιοικέω: μέλ. -ήσω, διοικώ από κοινού με κάποιον άλλο, συνάρχω, συγκυβερνώ, με δοτ., σε Δημ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to administer together with another, c. dat., Dem.