Anonymous

ἀγώνισμα: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγώνισμα:''' -ατος, τό ([[ἀγωνίζομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πάλη]], [[συμπλοκή]], [[αγώνας]]· στον πληθ., έργα που γίνονται στη [[μάχη]], ανδραγαθήματα, γενναίες πράξεις, κατορθώματα, άθλοι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> στον ενικ., <i>ἀγώνισμά τινος</i>, [[κατόρθωμα]] για το οποίο μπορεί [[κάποιος]] να νιώθει [[περήφανος]], σε Θουκ.· ξυνέσεως [[ἀγώνισμα]], άριστο [[κατόρθωμα]] πνεύματος, μυαλού, ευφυΐας, στον ίδ.· ἀρᾶς [[ἀγώνισμα]], [[καρπός]], [[αποτέλεσμα]] [[κατάρας]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἀγώνισμα]] ποιεῖσθαί τι, κάνω [[κάτι]] [[αντικείμενο]] των προσπαθειών, των αγώνων μου, σε Ηρόδ.· οὐμικρὸν τὸ [[ἀγώνισμα]] προστάττεις, σε Λουκ.<br /><b class="num">III.</b> αυτό με το οποίο [[κάποιος]] ρίχνεται στον αγώνα, [[δημηγορία]], [[απαγγελία]], ρητορικό [[γύμνασμα]] για πρόσκαιρη [[επίδειξη]] ή διαγωνισμό, [[ἀγώνισμα]] ἐς τὸ [[παραχρῆμα]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀγώνισμα:''' -ατος, τό ([[ἀγωνίζομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πάλη]], [[συμπλοκή]], [[αγώνας]]· στον πληθ., έργα που γίνονται στη [[μάχη]], ανδραγαθήματα, γενναίες πράξεις, κατορθώματα, άθλοι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> στον ενικ., <i>ἀγώνισμά τινος</i>, [[κατόρθωμα]] για το οποίο μπορεί [[κάποιος]] να νιώθει [[περήφανος]], σε Θουκ.· ξυνέσεως [[ἀγώνισμα]], άριστο [[κατόρθωμα]] πνεύματος, μυαλού, ευφυΐας, στον ίδ.· ἀρᾶς [[ἀγώνισμα]], [[καρπός]], [[αποτέλεσμα]] [[κατάρας]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἀγώνισμα]] ποιεῖσθαί τι, κάνω [[κάτι]] [[αντικείμενο]] των προσπαθειών, των αγώνων μου, σε Ηρόδ.· οὐμικρὸν τὸ [[ἀγώνισμα]] προστάττεις, σε Λουκ.<br /><b class="num">III.</b> αυτό με το οποίο [[κάποιος]] ρίχνεται στον αγώνα, [[δημηγορία]], [[απαγγελία]], ρητορικό [[γύμνασμα]] για πρόσκαιρη [[επίδειξη]] ή διαγωνισμό, [[ἀγώνισμα]] ἐς τὸ [[παραχρῆμα]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγώνισμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> столкновение, бой, стычка (τὰ ἐν Ἀρτεμισίῳ ἀγωνίσματα Her.);<br /><b class="num">2)</b> состязание (ἀγωνίσματα ποιεῖν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> доблестное деяние, подвиг (καλὸν ἀ. Thuc.; [[μέγιστον]] ἀ. Lys.);<br /><b class="num">4)</b> слава, успех: ἀ. [[μέγα]] ποιέεσθαί τι Her. вменять себе что-л. в большую заслугу; ἀ. ἐς τὸ [[παραχρῆμα]] Thuc. минутный успех; [[προσλαβεῖν]] ἀ. τινος Thuc. стяжать славу за что-л.;<br /><b class="num">5)</b> исход, результат: [[πῶς]] καὶ πέπρακται ἀρᾶς ἀ. Οἰδίπου; Eur. что вышло из проклятия Эдипа?;<br /><b class="num">6)</b> предмет спора, вопрос: οὐ μικρὸν τὸ ἀ. προστάττεις Luc. немалую задачу ты ставишь.
}}
}}