Anonymous

προερύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προερύω:''' Επικ. αόρ. αʹ <i>-έρυσσα</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[σύρω]] προς τα [[εμπρός]], [[νῆα]] [[ἅλαδε]] προέρυσσεν, τράβηξε το [[πλοίο]] [[μπροστά]], το καθείλκυσε από την [[παραλία]] στη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πλοία στη [[θάλασσα]], = <i>προέρεσσω</i>, σε Όμηρ.
|lsmtext='''προερύω:''' Επικ. αόρ. αʹ <i>-έρυσσα</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[σύρω]] προς τα [[εμπρός]], [[νῆα]] [[ἅλαδε]] προέρυσσεν, τράβηξε το [[πλοίο]] [[μπροστά]], το καθείλκυσε από την [[παραλία]] στη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πλοία στη [[θάλασσα]], = <i>προέρεσσω</i>, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''προερύω:''' (fut. προερύσσω, aor. προέρυσσα) стаскивать, спускать ([[νῆα]] [[ἅλαδε]] Hom.).
}}
}}