προερύω
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English (LSJ)
Ep. aor. -έρυσσα (v. infr.),
A draw on or forward, in Hom. always of ships,
1 νῆα θοὴν ἅλαδε προέρυσσεν drew the swift ship forward, by hauling her from the beach to the sea, Il.1.308; ἐπὴν ἅλαδε προερύσσω (sc. νῆας) 9.358.
2 move the ship forward, by rowing her towards the shore, αὐτὰς δ' ἐσσυμένως προερύσσαμεν ἤπειρόνδε Od.9.73; τὴν δ' εἰς ὅρμον προέρυσσαν ἐρετμοῖς Il.1.435, Od.15.497 (but προερεσσ- was rightly written by Aristarch. and others).
German (Pape)
[Seite 721] (s. ἐρύω), vorziehen, fortziehen; νῆα θοὴν ἅλαδε προέρυσσεν, Il. 1, 308 u. öfter, das Schiff vom Gestade herab in die See ziehen; aber statt τὴν δ' εἰς ὅρμον προέρυσσαν ἐρετμοῖς Il. 1, 435 ist von Bekker u. Spitzner mit Recht προέρεσσαν aufgenommen, wie auch Od. 9, 73 προερέσσαμεν bei Bekker steht.
French (Bailly abrégé)
f. épq. προερύσσω, ao. épq. προέρυσσα;
tirer en avant (un navire du rivage à la mer).
Étymologie: πρό, ἐρύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-ερύω, ep. aor. προέρυσσα, conj. προερύσσω, vooruittrekken:. νῆα θοὴν ἅλαδε π. het snelle schip de zee in trekken Il. 1.308.
Russian (Dvoretsky)
προερύω: (fut. προερύσσω, aor. προέρυσσα) стаскивать, спускать (νῆα ἅλαδε Hom.).
English (Autenrieth)
aor. προέρυσσεν, subj. προερύσσω: draw forward, launch.
Greek Monolingual
Α
1. καθέλκω πλοίο, το ρίχνω στη θάλασσα
2. οδηγώ πλοίο προς κάποιο όρμο με τα κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐρύω «τραβώ, σύρω»].
Greek Monotonic
προερύω: Επικ. αόρ. αʹ -έρυσσα,
1. σύρω προς τα εμπρός, νῆα ἅλαδε προέρυσσεν, τράβηξε το πλοίο μπροστά, το καθείλκυσε από την παραλία στη θάλασσα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για πλοία στη θάλασσα, = προέρεσσω, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
προερύω: Ἐπικ. ἀόρ. -έρυσσα· ― ἕλκω, σύρω πρὸς τὰ ἐμπρός, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ πλοίων, 1) νῆα θοὴν ἅλαδε προέρυσσεν, καθείλκυσεν εἰς τὴν θάλασσαν, Ἰλ. Α. 308· ἐπὴν ἅλαδε προερύσσω (ἐξυπακ. νῦας) Ι. 358. 2) φέρω τὸ πλοῖον διὰ κωπηλασίας πρός τι μέρος, αὐτὰς δ’ ἐσσυμένως προερύσσαμεν (κατ’ Ἀρίσταρχ. προερέσσαμεν) ἤπειρόνδε Ὀδ. Ι. 73· τὴν δ’ εἰς ὅρμον προέρυσσαν (νῦν προέρεσσαν) ἐρετμοῖς Ἰλ. Α. 435, Ὀδ. 497· ― ἀλλ’ ἡ τελευταία αὕτη σημασία εἶναι πλέον ἢ ἀμφίβ.· ― μάλιστα ἐν Ἰλ. Α. 435, Ὀδ. Ι. 73, ἅπαντα τὰ Ἀντίγραφα συμφωνοῦσιν· ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Ο. 497 ὑπάρχει διάφ. γραφ. προέρεσσαν, καὶ ἐν Ν. 279 ἅπαντα συμφωνοῦσιν εἰς τὴν γραφὴν προερέσσαμεν· πρὸς τούτοις τὰ Ἑνετ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ ὁ Ἀρίσταρχ. παρ’ Εὐστ. 1615. 57 ἀποφαίνονται ὑπὲρ τῆς γραφῆς προερέσσαμεν, αν· ἤδη δὲ ἐν ταῖς ἀρίσταις ἐκδόσεσι παρελήφθησαν οἱ τύποι οὗτοι.
Middle Liddell
epic aor1 -έρυσσα
1. to draw on or forward, νῆα ἅλαδε προέρυσσεν drew the ship forward, by hauling her from the beach to the sea, Il.
2. of ships at sea, = προερέσσω, Hom.