Anonymous

ἀλλάσσω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλλάσσω:''' μεταγεν. Αττ. -ττω, μέλ. <i>-άξω</i>, αόρ. αʹ [[ἤλλαξα]], παρακ. <i>ἤλλᾰχα</i> — Μέσ. μέλ. <i>ἀλλάξομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἠλλαξάμην</i> — Παθ. μέλ. <i>ἀλλαχθήσομαι</i>, μέλ. βʹ [[ἀλλαγήσομαι]], αόρ. αʹ [[ἠλλάχθην]], αόρ. βʹ [[ἠλλάγην]] [ᾰ], παρακ. [[ἤλλαγμαι]]· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἤλλακτο</i>· ([[ἄλλος]])·<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] διαφορετικό απ' ό,τι είναι, [[αλλάζω]], [[μετατρέπω]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>ἀλλ. τί τινος</i>, [[δίνω]] εις [[αντάλλαγμα]], [[απαλλάσσω]] το ένα για το [[άλλο]], σε Αισχύλ.· τι [[ἀντί]] τινος, σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξεπληρώνω]], [[ανταποδίδω]], εκδικούμαι, <i>φόνον φονεῦσιν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[παραιτούμαι]], [[εγκαταλείπω]], [[παρατώ]], οὐράνιον [[φῶς]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] [[έναντι]] άλλων, [[κάκιον]] τοὐσθλοῦ, σε Θέονγ.· ἀλλ. θνητὸν [[εἶδος]], [[προσλαμβάνω]] θνητή [[μορφή]], σε Ευρ. — Μέσ., <i>ἀλλάσσεσθαί τίτινος</i>, ένα [[αγαθό]] για κάποιο [[άλλο]], <i>εὐδαιμονίας</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απ' όπου, [[αγοράζω]], <i>τι ἀντ' ἀργυρίου</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b> [[διαδέχομαι]], εναλλάσσομαι, <i>σκῆπτρ' ἀλλάσσων ἔχειν</i>, έχει διαδοχικά την [[εξουσία]], σε Ευρ. — Παθ., <i>ἀρεταὶ ἀλλασσόμεναι</i>, που εναλλάσσονται διαδοχικά, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἀλλάσσω:''' μεταγεν. Αττ. -ττω, μέλ. <i>-άξω</i>, αόρ. αʹ [[ἤλλαξα]], παρακ. <i>ἤλλᾰχα</i> — Μέσ. μέλ. <i>ἀλλάξομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἠλλαξάμην</i> — Παθ. μέλ. <i>ἀλλαχθήσομαι</i>, μέλ. βʹ [[ἀλλαγήσομαι]], αόρ. αʹ [[ἠλλάχθην]], αόρ. βʹ [[ἠλλάγην]] [ᾰ], παρακ. [[ἤλλαγμαι]]· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἤλλακτο</i>· ([[ἄλλος]])·<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] διαφορετικό απ' ό,τι είναι, [[αλλάζω]], [[μετατρέπω]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>ἀλλ. τί τινος</i>, [[δίνω]] εις [[αντάλλαγμα]], [[απαλλάσσω]] το ένα για το [[άλλο]], σε Αισχύλ.· τι [[ἀντί]] τινος, σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξεπληρώνω]], [[ανταποδίδω]], εκδικούμαι, <i>φόνον φονεῦσιν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[παραιτούμαι]], [[εγκαταλείπω]], [[παρατώ]], οὐράνιον [[φῶς]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] [[έναντι]] άλλων, [[κάκιον]] τοὐσθλοῦ, σε Θέονγ.· ἀλλ. θνητὸν [[εἶδος]], [[προσλαμβάνω]] θνητή [[μορφή]], σε Ευρ. — Μέσ., <i>ἀλλάσσεσθαί τίτινος</i>, ένα [[αγαθό]] για κάποιο [[άλλο]], <i>εὐδαιμονίας</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απ' όπου, [[αγοράζω]], <i>τι ἀντ' ἀργυρίου</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b> [[διαδέχομαι]], εναλλάσσομαι, <i>σκῆπτρ' ἀλλάσσων ἔχειν</i>, έχει διαδοχικά την [[εξουσία]], σε Ευρ. — Παθ., <i>ἀρεταὶ ἀλλασσόμεναι</i>, που εναλλάσσονται διαδοχικά, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλλάσσω:''' атт. [[ἀλλάττω]] (aor. [[ἤλλαξα]]; pass.: fut. ἀλλαχθήσομαι и [[ἀλλαγήσομαι]], aor. 1 [[ἠλλάχθην]], aor. 2 [[ἠλλάγην]], pf. [[ἤλλαγμαι]]) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> (из)менять (τὸ ἑαυτοο [[εἶδος]] εἰς πολλὰς μορφάς Plat.): ἀ. χροίαν Eur. меняться в лице; ἀ. χῶραν Plat. менять местопребывание; ἀλλάξαι τὴν πολιτείαν Polyb. изменить политический строй; πόλιν ἐκ πόλεως ἀ. Plat. обходить город за городом;<br /><b class="num">2)</b> давать или брать взамен, обменивать (τί τινος Aesch. и τι [[ἀντί]] τινος Eur.): ἀλλάττεσθαί τί τινος Thuc., Plat.; обменивать что-л. на что-л.; ἀλλάξασθαί τινί τι Her. обменяться с кем-л. чем-л.; ἀντ᾽ ἀργυρίου ἀλλάξασθαί τι Plat. продать что-л. (досл. обменять на деньги); σκῆπτρ᾽ ἐνιαυτὸν ἀ. Eur. через год отдавать скипетр, т. е. чередоваться в царствовании;<br /><b class="num">3)</b> med. вести торговлю, торговать (πρός τινα Plat.);<br /><b class="num">4)</b> возмещать, воздавать: φόνον φονεῦσι πατρὸς ἀλλάξαι Eur. отомстить убийством убийцам отца;<br /><b class="num">5)</b> оставлять, покидать (οὐράνιον [[φῶς]] Soph.).
}}
}}