Anonymous

βραχύνω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βρᾰχύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[συντομεύω]], [[μικραίνω]], [[περικόπτω]], [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] ως βραχύ, <i>συλλαβήν</i>, [[χρησιμοποιώ]] ως βραχεία [[συλλαβή]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''βρᾰχύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[συντομεύω]], [[μικραίνω]], [[περικόπτω]], [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] ως βραχύ, <i>συλλαβήν</i>, [[χρησιμοποιώ]] ως βραχεία [[συλλαβή]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''βρᾰχύνω:''' сокращать, укорачивать, тж. кратко произносить (τὴν πρότεραν συλλαβήν Plut.).
}}
}}