βραχύνω: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[βραχύνω]]) [[βραχύς]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] βραχύτερο, [[μικραίνω]], συντομεύω2. [[καθιστώ]] βραχύ μακρό [[φωνήεν]] ή δίφθογγο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(προστ.)</b> <i>βραχύνατε</i><br />στρατιωτικό [[παράγγελμα]] για [[ελάττωση]] του βεληνεκούς στο [[πυροβολικό]] ή του μήκους του τροχασμού στο ιππικό.
|mltxt=(AM [[βραχύνω]]) [[βραχύς]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] βραχύτερο, [[μικραίνω]], συντομεύω2. [[καθιστώ]] βραχύ μακρό [[φωνήεν]] ή δίφθογγο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(προστ.)</b> <i>βραχύνατε</i><br />στρατιωτικό [[παράγγελμα]] για [[ελάττωση]] του βεληνεκούς στο [[πυροβολικό]] ή του μήκους του τροχασμού στο ιππικό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βρᾰχύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[συντομεύω]], [[μικραίνω]], [[περικόπτω]], [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] ως βραχύ, <i>συλλαβήν</i>, [[χρησιμοποιώ]] ως βραχεία [[συλλαβή]], σε Πλούτ.
}}
}}