Anonymous

νημερτής: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νημερτής:''' -ές (νη-, [[ἁμαρτεῖν]]), Δωρ. και Τραγ. νᾱμερτής, [[αλάνθαστος]] στους λόγους του, [[αψευδής]], [[αληθής]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· <i>νημερτέα βουλήν</i>, βέβαιη [[απόφαση]], δηλ. [[απόφαση]] που πρόκειται σίγουρα να εκτελεστεί, σε Ομήρ. Οδ.· νημερτέα [[εἰπεῖν]] ή <i>μυθήσασθαι</i>, λέει αλήθειες, σε Όμηρ.· Ιων. επίρρ. [[νημερτέως]], ως τρισύλ., σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''νημερτής:''' -ές (νη-, [[ἁμαρτεῖν]]), Δωρ. και Τραγ. νᾱμερτής, [[αλάνθαστος]] στους λόγους του, [[αψευδής]], [[αληθής]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· <i>νημερτέα βουλήν</i>, βέβαιη [[απόφαση]], δηλ. [[απόφαση]] που πρόκειται σίγουρα να εκτελεστεί, σε Ομήρ. Οδ.· νημερτέα [[εἰπεῖν]] ή <i>μυθήσασθαι</i>, λέει αλήθειες, σε Όμηρ.· Ιων. επίρρ. [[νημερτέως]], ως τρισύλ., σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''νημερτής:''' <b class="num">1)</b> непогрешимый, говорящий правду ([[γέρων]] [[ἅλιος]], т. е. [[Πρωτεύς]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> верный, надежный ([[ἔπος]], [[βουλή]], [[νόος]] Hom.; [[λόγος]] Aesch.).
}}
}}