Anonymous

κνισάω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κνῑσάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κνῖσα]]), [[γεμίζω]] με τον αχνό και τη [[γεύση]] της καιόμενης θυσίας, σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''κνῑσάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κνῖσα]]), [[γεμίζω]] με τον αχνό και τη [[γεύση]] της καιόμενης θυσίας, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κνῑσάω:''' и [[κνισσάω]]<br /><b class="num">1)</b> наполнять запахом сжигаемых жертв (ἀγυιάς Arph.);<br /><b class="num">2)</b> окутывать чадом жертвоприношений (βωμούς Eur.);<br /><b class="num">3)</b> сжигать жертвы, совершать жертвоприношения (βωμοῖσι Dem.; παρὰ τοὺς βωμούς Luc.).
}}
}}