Anonymous

ἀνειπεῖν: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνειπεῖν:''' αόρ. βʹ με ενεστ. σε [[αχρηστία]], το [[ἀναγορεύω]] χρησιμ. αντί [[αυτού]]· Παθ. αόρ. αʹ <i>ἀναρρήθην</i> (όπως αν προερχόταν από *[[ἀναρρέω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ανακηρύσσω]], [[αναγγέλλω]], [[προφέρω]] [[δυνατά]], σε Πίνδ., Ξεν.· με αιτ. και απαρ., [[προκηρύσσω]] ότι..., σε Αριστοφ., Θουκ.· στην Αθηναϊκή [[εκκλησία]], ἀνεῖπεν ὁ [[κῆρυξ]], σε Θουκ. κ.λπ. — Παθ., ανακηρύσσομαι, <i>ἀναρρηθέντος τοῦ στεφάνου</i>, όταν ανακηρύχτηκε η [[στέψη]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> επικαλούμαι, [[προσκαλώ]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀνειπεῖν:''' αόρ. βʹ με ενεστ. σε [[αχρηστία]], το [[ἀναγορεύω]] χρησιμ. αντί [[αυτού]]· Παθ. αόρ. αʹ <i>ἀναρρήθην</i> (όπως αν προερχόταν από *[[ἀναρρέω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ανακηρύσσω]], [[αναγγέλλω]], [[προφέρω]] [[δυνατά]], σε Πίνδ., Ξεν.· με αιτ. και απαρ., [[προκηρύσσω]] ότι..., σε Αριστοφ., Θουκ.· στην Αθηναϊκή [[εκκλησία]], ἀνεῖπεν ὁ [[κῆρυξ]], σε Θουκ. κ.λπ. — Παθ., ανακηρύσσομαι, <i>ἀναρρηθέντος τοῦ στεφάνου</i>, όταν ανακηρύχτηκε η [[στέψη]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> επικαλούμαι, [[προσκαλώ]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνειπεῖν:''' inf. к [[ἀνεῖπον]].
}}
}}