ἀνειπεῖν

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source

German (Pape)

[Seite 220] aor. zu ἀναγορεύω, vgl. ἀνερῶ, öffentlich bekannt machen, ausrufen, bes. vom Herold, τινά, Pind. P. 1, 32. 10, 14; Andoc. 1, 36; Thuc. 2, 2; ὁ δ' ἀνεῖπε, sc. ὁ κήρυξ, Ar. Ach. 11; στέφανον Dem. 18, 55. Bei Xen. Cyr. 4, 2, 35, τῷ ἀπειθοῦντι πάντα τὰ χαλεπά, das härteste androhen.

Russian (Dvoretsky)

ἀνειπεῖν: inf. к ἀνεῖπον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνειπεῖν: ἀόρ. χωρὶς ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἀνθ’ οὗ κεῖται τὸ ἀναγορεύω, πρβλ. ἀνερῶ: ― ἀναγγέλλω, ἀνακηρύττω, ἰδίως διὰ κήρυκος, κάρυξ ἀνέειπέ νιν, κήρυξ ἀνεκήρυξεν αὐτὸν νικητήν, Πινδ. Π. 1. 61· διαυλοδρομᾶν ὕπατον παίδων ἀνέειπεν 10. 12· στέφανον Συλλ. Ἐπιγρ. 2374 e. 34 (σ. 1074), πρβλ. Δημ. 244. 2· τῷ ἀπειθοῦντι πάντα τὰ χαλεπὰ ἀνεῖπεν Ξεν. Κύρ. 4. 2, 35: ― μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., προκηρύττω ὅτι.., τοὺς γεωργοὺς ἀπιέναι Ἀριστοφ. Εἰρ. 550· κήρυγμα τόδε ἀνειπών, ... τὸν μὲν βουλόμενον ... μένειν κτλ., Θουκ. 4.105· οὕτω καί: εἴ τις εἴη ... ἐκφαίνεσθαι Ξεν. Κύρ. 4. 5, 56: - ἀπολ., ἀναγγέλλω, δίδω εἴδησιν, ἐν ταῖς Ἀθηναϊκαῖς ἐκκλησίαις, τοῖς δικαστηρίοις, τοῖς θεάτροις, κτλ., ἀνεῖπεν ὁ κήρυξ Θουκ. 2. 2, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1167, Πλάτ. Πολ. 580Β, κτλ.· ὁ δ’ ἀνεῖπε (δηλ. δ κήρυξ) Ἀριστοφ. Ἀχ. 11· ἐν τῷ βουλευτηρίῳ ἀν. Δημ. 244. 2: - ὡσαύτως ἁπλῶς, λέγω τι μεγάλη τῇ φωνῇ, τῷ δ’ ἀνεῖπεν ἔνδοθεν, ‘εἰς κόρακας’, Λουκ. Ἀλεξιφ. 46. - Ὁ παθ. τύπος εἶναι ἀνερρήθην: ἀναρρηθεὶς ἡγεμὼν Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 20, κτλ.· ἀναρρηθέντος ἐν τῷ θεάτρῳ τοῦ στεφάνου Δημ. 253. 6, πρβλ. 277. 3· τὸν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἀναρρηθέντα στέφανον Αἰσχίν. 60. 9: μέλλ. ἀναρρηθήσεται ὁ αὐτ. 74. 31· οὕτως ἐν τῷ πρκμ. ἀνειρήσθω, θεωρηθήτω ὡς γεγενημένη ἡ ἀναγόρευσις (ἔνθα κατ’ ἐνεστῶτα μὲν ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ προσαναγορεύω, κατ’ ἀόριστον δὲ πρὸς τὸ ἀνεῖπον), Πλάτ. Πολ. 580C. ΙΙ· ἐπικαλοῦμαι, θεοὺς Πλουτ. σύγκρ. Ρωμ. καὶ Θησ. 6.

Greek Monotonic

ἀνειπεῖν: αόρ. βʹ με ενεστ. σε αχρηστία, το ἀναγορεύω χρησιμ. αντί αυτού· Παθ. αόρ. αʹ ἀναρρήθην (όπως αν προερχόταν από *ἀναρρέω
I. ανακηρύσσω, αναγγέλλω, προφέρω δυνατά, σε Πίνδ., Ξεν.· με αιτ. και απαρ., προκηρύσσω ότι..., σε Αριστοφ., Θουκ.· στην Αθηναϊκή εκκλησία, ἀνεῖπεν ὁ κῆρυξ, σε Θουκ. κ.λπ. — Παθ., ανακηρύσσομαι, ἀναρρηθέντος τοῦ στεφάνου, όταν ανακηρύχτηκε η στέψη, σε Δημ.
II. επικαλούμαι, προσκαλώ, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[aor2 with no pres. in use, ἀναγορεύω being used instead.]
I. to say aloud, announce, proclaim, Pind., Xen.: —c. acc. et inf. to make proclamation that . . , Ar., Thuc.:—in the Athen. assemblies, ἀνεῖπεν ὁ κῆρυξ Thuc., etc.:—Pass. to be proclaimed, ἀναρρηθέντος τοῦ στεφάνου when the crown was proclaimed, Dem.
II. to call upon, invoke, Plut.

Greek > English (Woodhouse Verbs Reversed)

(see also ἀναγορεύω): announce, proclaim, proclaim as herald