Anonymous

ἐπιλυμαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(13)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιλυμαίνομαι]] (Α) [[λυμαίνομαι]]<br />[[καταστρέφω]], [[βλάπτω]] κάποιον («[[Ἡρακλῆς]] πολλὰ τῶν ἐπιλυμαινομένων τὸν ἀνθρώπινον βίον καθάρας», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[ἐπιλυμαίνομαι]] (Α) [[λυμαίνομαι]]<br />[[καταστρέφω]], [[βλάπτω]] κάποιον («[[Ἡρακλῆς]] πολλὰ τῶν ἐπιλυμαινομένων τὸν ἀνθρώπινον βίον καθάρας», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιλῡμαίνομαι:''' портить, разрушать, губить (τὸν ἀνθρώπων βίον Plut.).
}}
}}