ἐπιλυμαίνομαι

From LSJ

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλῡμαίνομαι Medium diacritics: ἐπιλυμαίνομαι Low diacritics: επιλυμαίνομαι Capitals: ΕΠΙΛΥΜΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: epilymaínomai Transliteration B: epilymainomai Transliteration C: epilymainomai Beta Code: e)pilumai/nomai

English (LSJ)

infest, ruin, τὸν ἀνθρώπινον βίον Plu.2.881d.

German (Pape)

[Seite 959] schaden, feindlich stören, βίον Plut. plac. phil. 1, 7.

French (Bailly abrégé)

gâter, détruire, acc..
Étymologie: ἐπί, λυμαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλῡμαίνομαι: портить, разрушать, губить (τὸν ἀνθρώπων βίον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλυμαίνομαι: Ἀποθ., προξενῶ λύμην, βλάβην, καταστροφήν, Ἡρακλῆς πολλὰ τῶν ἐπιλυμαινομένων τὸν ἀνθρώπινον βίον καθάρας Πλούτ. 2. 881D.

Greek Monolingual

ἐπιλυμαίνομαι (Α) λυμαίνομαι
καταστρέφω, βλάπτω κάποιον («Ἡρακλῆς πολλὰ τῶν ἐπιλυμαινομένων τὸν ἀνθρώπινον βίον καθάρας», Πλούτ.).