Anonymous

προηγέομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προηγέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.<br /><b class="num">1.</b> [[βαδίζω]] [[πρώτος]] και [[δείχνω]] τον δρόμο, είμαι [[οδηγός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>τινι</i>, ενός προσώπου, δηλ. το [[οδηγώ]], σε Αριστοφ., Ξεν.· [[προηγέομαι]] τὴν ὁδόν, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[λαμβάνω]] την [[αρχηγία]] σε, στον ίδ.· μεταγεν. με αιτ., σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, βρίσκομαι [[μπροστά]], [[προηγούμαι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> μτχ. <i>προηγούμενος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, προπορευόμενος, τὸ προηγούμενον [[στράτευμα]], [[εμπροσθοφυλακή]], στον ίδ.
|lsmtext='''προηγέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.<br /><b class="num">1.</b> [[βαδίζω]] [[πρώτος]] και [[δείχνω]] τον δρόμο, είμαι [[οδηγός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>τινι</i>, ενός προσώπου, δηλ. το [[οδηγώ]], σε Αριστοφ., Ξεν.· [[προηγέομαι]] τὴν ὁδόν, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[λαμβάνω]] την [[αρχηγία]] σε, στον ίδ.· μεταγεν. με αιτ., σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, βρίσκομαι [[μπροστά]], [[προηγούμαι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> μτχ. <i>προηγούμενος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, προπορευόμενος, τὸ προηγούμενον [[στράτευμα]], [[εμπροσθοφυλακή]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προηγέομαι:''' идти впереди, быть ведущим, вести вперед: τὸ προηγούμενον [[στράτευμα]] Xen. ведущий отряд, авангард; π. τὴν πρὸς τοὺς ἐναντίους (sc. ὁδόν) Xen. вести на неприятеля; π. τῆς πομπῆς Polyb. идти во главе процессии; ῥάβδοι καὶ πελέκεις ἑκάστῳ προηγεῖται Polyb. перед каждым (римским сановником) несут пучки прутьев и секиры; ὁ προηγούμενος Plut. предшествующий, предыдущий; τὰ προηγούμενα Polyb. предпосылки, данные; τῇ τιμῇ π. ἀλλήλους NT быть предупредительными во взаимном уважении.
}}
}}