Anonymous

διαμυκτηρίζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαμυκτηρίζω]] (Α) [[μυκτηρίζω]]<br />[[μυκτηρίζω]] υπερβολικά.
|mltxt=[[διαμυκτηρίζω]] (Α) [[μυκτηρίζω]]<br />[[μυκτηρίζω]] υπερβολικά.
}}
{{elru
|elrutext='''διαμυκτηρίζω:''' издеваться, осмеивать: ὀξὺς διαμυκτηρίσαι Diog. L. беспощадный в своих насмешках, язвительный.
}}
}}