Anonymous

σκολιοπόρος: Difference between revisions

From LSJ
4
(37)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει σκολιούς πόρους, συνεστραμμένες, ελικοειδείς κοιλότητες («ὦτα σκολιοπόρα», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκολιός]] «[[λοξός]], [[στρεβλός]]» <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει σκολιούς πόρους, συνεστραμμένες, ελικοειδείς κοιλότητες («ὦτα σκολιοπόρα», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκολιός]] «[[λοξός]], [[στρεβλός]]» <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκολιοπόρος:''' с кривыми ходами ([[ὦτα]] Sext.).
}}
}}