σκολιοπόρος

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολῐοπόρος Medium diacritics: σκολιοπόρος Low diacritics: σκολιοπόρος Capitals: ΣΚΟΛΙΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: skoliopóros Transliteration B: skolioporos Transliteration C: skolioporos Beta Code: skoliopo/ros

English (LSJ)

σκολιοπόρον, with winding passages, ὦτα S.E.P.1.126.

Russian (Dvoretsky)

σκολιοπόρος: с кривыми ходами (ὦτα Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

σκολιοπόρος: -ον, ὁ ἔχων σκολιοὺς πόρους, σκολιὰς ὀπάς, ὦτα Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 126· - σκολιοπορία, ἡ, Καισάρ. σ. 944, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σκολιούς πόρους, συνεστραμμένες, ελικοειδείς κοιλότητες («ὦτα σκολιοπόρα», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «λοξός, στρεβλός» + πόρος.