Anonymous

ἀναζεύγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναζεύγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ζεύξω</i>,<br /><b class="num">1.</b> ξαναζεύω, <i>ἀναζευγνύναι τὸν στρατόν</i>, [[μετακινώ]] το [[στράτευμα]], σε Ηρόδ.· ἀν. τὸ [[στρατόπεδον]], [[διαλύω]] τη [[στρατοπέδευση]], στον ίδ.· ἀν. [[τὰς]] [[νῆας]], τα [[κινώ]] προς τα [[πίσω]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[διαλύω]], [[εγκαταλείπω]] και μετακινούμαι από τη [[θέση]] μου, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''ἀναζεύγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ζεύξω</i>,<br /><b class="num">1.</b> ξαναζεύω, <i>ἀναζευγνύναι τὸν στρατόν</i>, [[μετακινώ]] το [[στράτευμα]], σε Ηρόδ.· ἀν. τὸ [[στρατόπεδον]], [[διαλύω]] τη [[στρατοπέδευση]], στον ίδ.· ἀν. [[τὰς]] [[νῆας]], τα [[κινώ]] προς τα [[πίσω]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[διαλύω]], [[εγκαταλείπω]] και μετακινούμαι από τη [[θέση]] μου, σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναζεύγνῡμι:''' Plut. тж. [[ἀναζευγνύω]] досл. вновь запрягать или снаряжать, перен.:<br /><b class="num">1)</b> отправлять (τὸν στρατόν Her.): ἀ. τὸ [[στρατόπεδον]] Her. сниматься с лагеря; ἐπορεύοντο ἀναζεύξαντες Xen. они двинулись дальше;<br /><b class="num">2)</b> возвращаться (ἐπ᾽ οἴκου и ἐπ᾽ οἶκον Polyb., Plut.).
}}
}}